κατουδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κατουδαῑος, -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[έδαφος]], [[υπόγειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από φρ. <i>κατ</i>' [[οὖδας]] «[[κάτω]] από το [[έδαφος]]» ή <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐδαῖος]] (<span style="color: red;"><</span> [[οὖδας]] «[[χώμα]]»)].
|mltxt=κατουδαῖος, -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[έδαφος]], [[υπόγειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από φρ. <i>κατ</i>' [[οὖδας]] «[[κάτω]] από το [[έδαφος]]» ή <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐδαῖος]] (<span style="color: red;"><</span> [[οὖδας]] «[[χώμα]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:42, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατουδαῖος Medium diacritics: κατουδαῖος Low diacritics: κατουδαίος Capitals: ΚΑΤΟΥΔΑΙΟΣ
Transliteration A: katoudaîos Transliteration B: katoudaios Transliteration C: katoudaios Beta Code: katoudai=os

English (LSJ)

ον, (οὖδας) A under the ground, οἱ κ. Hes.Fr.60; κ. βόθρος h.Merc.112; κ. γίγας, of Briareus, Call.Del.142; κ. φόβοι Juba Hist.9.

German (Pape)

[Seite 1405] unter dem Boden, unterirdisch; βόθρον H. h. Merc. 112; γίγας, vom Riesen Briareus, Callim. Del. 142; φόβοι, Furcht vor den Unterirdischen, Ath. III, 98 b.

Greek (Liddell-Scott)

κατουδαῖος: -ον, (οὖδας) ὁ ὑπὸ τὴν γῆν, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὑπὸ γῆν· κατ. βόθρος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 112· κ. γίγας, ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 142· κ. φόβοι Ἀθήν. 98Β (φόβοι εἱ ἐκ τῶν νεκρῶν προερχόμενοι), πρβλ. κατάγειος, καταχθόνιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est sous terre, souterrain;
2 des enfers.
Étymologie: κατά, οὖδας.

Greek Monolingual

κατουδαῖος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από το έδαφος, υπόγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από φρ. κατ' οὖδας «κάτω από το έδαφος» ή < κατ(α)- + οὐδαῖος (< οὖδας «χώμα»)].

Greek Monotonic

κατουδαῖος: -ον (οὖδας), υπόγειος, υποχθόνιος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

κατουδαῖος: подземный, т. е. глубокий (βόθρος HH).

Middle Liddell

κατ-ουδαῖος, ον οὖδας
under the earth, Hhymn.