σκωπαῖος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και, [[κατά]] δ. γρφ., | |mltxt=και, [[κατά]] δ. γρφ., σκοπαῖος, ὁ, Α<br />(στους Συβαρίτες) ο [[νάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται πιθ. από το ρ. [[σκώπτω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 14 March 2021
English (LSJ)
v.l. σκοπ-, ὁ, among the Sybarites, a A dwarf, Timae. ap. Ath.12.518e; cf. στίλπων.
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, bei den Sybariten ein Zwerg, sonst στίλπωνες, Ath. XII, 518 f.
Greek (Liddell-Scott)
σκωπαῖος: ὁ, παρὰ τοῖς Συβαρίταις, νᾶνος, Τίμων παρ’ Ἀθην. 518Ε· ὡσαύτως στίλπων ἢ στίλβων. (Πιθ. ἐκ τοῦ σκώπτω).
Greek Monolingual
και, κατά δ. γρφ., σκοπαῖος, ὁ, Α
(στους Συβαρίτες) ο νάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το ρ. σκώπτω.