επίφορος: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
(14) |
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[ἐπίφορος]], -ον) [[επιφέρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> (για άνεμο) αυτός που πέφτει [[κάθετα]] στο [[ιστίο]] του πλοίου, κν. [[άνεμος]] της φούσκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί σε μια [[διεύθυνση]] («εἰ [[ἄνεμος]] ἐπεγένετο τῇ φλογὶ [[ἐπίφορος]] ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», <b>Θουκ.</b>]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]], [[ούριος]] («ἐν Αὐλίδι | |mltxt=-ο (Α [[ἐπίφορος]], -ον) [[επιφέρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> (για άνεμο) αυτός που πέφτει [[κάθετα]] στο [[ιστίο]] του πλοίου, κν. [[άνεμος]] της φούσκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί σε μια [[διεύθυνση]] («εἰ [[ἄνεμος]] ἐπεγένετο τῇ φλογὶ [[ἐπίφορος]] ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», <b>Θουκ.</b>]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]], [[ούριος]] («ἐν Αὐλίδι πνεῦμα τοῑς Ἕλλησιν οὐκ ἐγένετο ἐπίφορον», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[κλίση]], [[ροπή]] σε [[κάτι]], [[ευεπίφορος]], [[επιρρεπής]] («[[ἐπίφορος]] πρὸς δεισιδαιμονίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>5.</b> (για [[έγγραφο]]) αυτός που σχετίζεται με το προκείμενο [[ζήτημα]]<br /><b>6.</b> (για [[έδαφος]]) [[κατωφερής]] («ἐκ τόπων ἐπιφόρων ὅλην ἐπερείσας τήν [[φάλαγγα]] τοῑς Ῥωμαίοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[έγκυος]], [[επίτοκος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:19, 25 March 2021
Greek Monolingual
-ο (Α ἐπίφορος, -ον) επιφέρω
νεοελλ.
ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο του πλοίου, κν. άνεμος της φούσκας
αρχ.
1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.]
2. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος («ἐν Αὐλίδι πνεῦμα τοῑς Ἕλλησιν οὐκ ἐγένετο ἐπίφορον», Παυσ.)
3. αυτός που έχει κλίση, ροπή σε κάτι, ευεπίφορος, επιρρεπής («ἐπίφορος πρὸς δεισιδαιμονίαν», Πλούτ.)
4. αρμόδιος, κατάλληλος
5. (για έγγραφο) αυτός που σχετίζεται με το προκείμενο ζήτημα
6. (για έδαφος) κατωφερής («ἐκ τόπων ἐπιφόρων ὅλην ἐπερείσας τήν φάλαγγα τοῑς Ῥωμαίοις», Πλούτ.)
7. έγκυος, επίτοκος.