ἐνιαχοῦ: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐνιαχοῡ) [[ένιοι]]<br /><b>επίρρ.</b> <b>τοπ.</b> σε μερικούς τόπους, σε [[μερικά]] μέρη, που και που<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε μερικές περιπτώσεις («κἄν εἰ μὴ χρώμεθα | |mltxt=(AM ἐνιαχοῡ) [[ένιοι]]<br /><b>επίρρ.</b> <b>τοπ.</b> σε μερικούς τόπους, σε [[μερικά]] μέρη, που και που<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε μερικές περιπτώσεις («κἄν εἰ μὴ χρώμεθα τοῖς ὀνόμασιν ἐνιαχοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> [[ενίοτε]], [[καμιά]] [[φορά]], [[πότε]] [[πότε]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:10, 25 March 2021
English (LSJ)
Adv., (ἔνιοι) A in some places, Arist.HA 545a32, D.H. Rh.5.7, etc.; in some cases, Pl.Phd.71b, Jul.Gal.152d; sometimes, BGU747ii9 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 844] an einigen Orten, Plut. Brut. 2; τῶν λόγων Cic. 24; – von der Zeit, bisweilen, Plat. Phaed. 71 d; Arist. H. A. 4, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιαχοῦ: ἐπίρρ. (ἔνιοι), εἴς τινα μέρη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12, κ. ἀλλ.· - ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἐνίοτε, ἀντίθετον τῷ πανταχοῦ, Πλάτ. Φαίδων 71Β.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en quelques endroits;
2 avec idée de temps parfois.
Étymologie: ἔνιος, -αχοῦ.
Spanish (DGE)
adv.
1 c. valor local en algunos lugares op. πανταχοῦ Arist.HA 545a32, ἐ. ... ἐξ ἰχθύων ποιοῦσι κόλλαν Arist.HA 517b30, ἐ. γὰρ πολλὰ γίνεται μεγάλα τῶν ζῳοτόκων Arist.PA 655a8, ῥεῦμα ... ἐ. ... ναυσίπορον Luc.VH 1.7, cf. Ath.41f, Paus.10.15.4, en uso prep. c. gen. ἐ. τῶν λόγων ὑπονυστάζειν τὸν Δημοσθένην Plu.Cic.24.
2 c. valor temp. a veces, en algunas ocasiones βλαστάνει δὲ ἐ. ... σπανίως δέ Thphr.HP 2.2.2, κἂν ... ἐ. δὲ καὶ τολμῶσιν ἀντίστασθαι BGU 747.2.9 (II d.C.), op. πολλαχόθι Gal.3.748, frec. en correlación ἐ. ... ἐ. ... unas veces ... otras ... D.H.Rh.5.7, Iul.Gal.29.152D, ἔνθα ... ἔνθα ... ἐ. Arist.EE 1222a23
•en tal o cual momento, según la época ποτέρῳ τούτων ἐ. χρηστέον cuál de las dos cosas hay que usar según el momento, e.e., según la estación del año, Hp.Medic.4.
3 en algunos casos κἂν εἰ μὴ χρώμεθα τοῖς ὀνόμασιν ἐ. Pl.Phd.71b.
Greek Monolingual
(AM ἐνιαχοῡ) ένιοι
επίρρ. τοπ. σε μερικούς τόπους, σε μερικά μέρη, που και που
αρχ.
1. σε μερικές περιπτώσεις («κἄν εἰ μὴ χρώμεθα τοῖς ὀνόμασιν ἐνιαχοῡ», Πλάτ.)
2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά, πότε πότε.
Greek Monotonic
ἐνιᾰχοῦ: επίρρ. (ἔνιοι), σε κάποια μέρη, εδώ κι εκεί, ενίοτε, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνιᾰχοῦ: adv.
1) в некоторых местах, кое-где Plut.;
2) иногда, кое-когда Plat., Arst.