ἐπιτευκτικός: Difference between revisions
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιτευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[επιτευκτός]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ [[εὐβουλία]] [[ἕξις]]... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν | |mltxt=[[ἐπιτευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[επιτευκτός]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ [[εὐβουλία]] [[ἕξις]]... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῖς πρακτοῑς βελτίστων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[επιτυχής]], [[αποτελεσματικός]] («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν ἐμβιβάσας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ιδίως]] για [[άμυνα]], [[ασφαλής]] («τὴν ἐπισφαλεστάτην εἴχον χώραν... ἢ [[τοὐναντίον]] τὴν ἐπιτευκτικωτάτην», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιτευκτικόν</i><br />το [[θέλγητρο]] για την [[εξασφάλιση]] επιτυχίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτευκτικῶς</i> (Α)<br />με [[επιτηδειότητα]], εύστοχα. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιτευκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> способный достичь, могущий выполнить ([[ἕξις]] τῶν βελτίστων ἐ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> достигающий цели, преуспевающий ([[ζῆλος]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> доступный, удобопроходимый, благоприятный ([[χώρα]] Polyb.). | |elrutext='''ἐπιτευκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> способный достичь, могущий выполнить ([[ἕξις]] τῶν βελτίστων ἐ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> достигающий цели, преуспевающий ([[ζῆλος]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> доступный, удобопроходимый, благоприятный ([[χώρα]] Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 25 March 2021
English (LSJ)
ή, όν, A able to attain or achieve, ἕξις ἐ. τῶν βελτίστων Arist.MM1199a8, cf. Phld.Vit.p.24J. ; σύνεσις ἐ. τοῦ μετρίου D.H.Pomp.5, cf. Arr.Epict.3.12.5. Adv. -κῶς Phld.Rh.1.74S. 2 abs., successful, effective, φάρμακον Paul.Aeg. 3.78 ; ζῆλος Plb.10.22.7. b Subst. -κόν, τό, spell, charm for securing success, PMag.Leid.W.8.28 (pl.). II advantageous, favourable, χώρα Plb.2.29.3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 991] ή, όν, zum Erreichen seiner Absicht geschickt, zum Erlangen geeignet, glücklich, ζῆλος Pol. 10, 25, 7; χώρα ἐπιτευκτικωτάτη, günstigste, Pol. 2, 29, 2. – Akt. erreichend, treffend, τινός, D. Hal. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτευκτικός: -ή, -όν, (ἐπιτυγχάνω) ὁ δυνάμενος νὰ ἐπιτύχῃ, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 3, 1, Διον. Ἁλ. π. Πομπ. 5. 2) ἀπολ., ἐπιτυχής, ἀποτελεσματικός, φάρμακον Παῦλ. Αἰγ. 3. 78· ζῆλος Πολύβ. 10. 25, 7. ΙΙ. ἀσφαλής, τὴν ἐπιτευκτικωτάτην (δηλ. χώραν) ὁ αὐτ. 2. 29, 3.
Spanish
Greek Monolingual
ἐπιτευκτικός, -ή, -όν (Α) επιτευκτός
1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῖς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.)
2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν ἐμβιβάσας», Πολ.)
3. (για τόπο) κατάλληλος για κάτι, ιδίως για άμυνα, ασφαλής («τὴν ἐπισφαλεστάτην εἴχον χώραν... ἢ τοὐναντίον τὴν ἐπιτευκτικωτάτην», Πολ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτευκτικόν
το θέλγητρο για την εξασφάλιση επιτυχίας.
επίρρ...
ἐπιτευκτικῶς (Α)
με επιτηδειότητα, εύστοχα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτευκτικός:
1) способный достичь, могущий выполнить (ἕξις τῶν βελτίστων ἐ. Arst.);
2) достигающий цели, преуспевающий (ζῆλος Polyb.);
3) доступный, удобопроходимый, благоприятный (χώρα Polyb.).