συνεκλείπω: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐκλείπω]]<br />[[αφήνω]] τη ζωή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εκλείπω]] συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῡ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.).
|mltxt=ΜΑ [[ἐκλείπω]]<br />[[αφήνω]] τη ζωή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εκλείπω]] συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῦ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεκλείπω:''' одновременно прекращаться, вместе кончаться ([[ἅμα]] τινί Plut.): ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε Plut. (вместе с Нумой) окончилось мирное существование Рима.
|elrutext='''συνεκλείπω:''' одновременно прекращаться, вместе кончаться ([[ἅμα]] τινί Plut.): ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε Plut. (вместе с Нумой) окончилось мирное существование Рима.
}}
}}

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκλείπω Medium diacritics: συνεκλείπω Low diacritics: συνεκλείπω Capitals: ΣΥΝΕΚΛΕΙΠΩ
Transliteration A: synekleípō Transliteration B: synekleipō Transliteration C: synekleipo Beta Code: suneklei/pw

English (LSJ)

A vanish with or also, Str.10.2.12, Plu.2.415f,777a, al., Gal.12.412; Νομᾷ . . ἐν εἰρήνῃ τὴν Ῥώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε ended with his life, Plu.Comp.Lyc.Num.4.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich ausbleiben; Strab. 10, 2, 12; Plut. de defect. orac. 11 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκλείπω: ἐκλείπω ὁμοῦ, Στράβ. 455· τινί, μετά τινος, Πλούτ. 2. 777Α, κτλ.· Νουμᾷ συνεξέλιπεν ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Συγκρ. 4.

French (Bailly abrégé)

faire défaut en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκλείπω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐκλείπω
αφήνω τη ζωή συγχρόνως με κάτι άλλο, εκλείπω συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῦ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.).

Russian (Dvoretsky)

συνεκλείπω: одновременно прекращаться, вместе кончаться (ἅμα τινί Plut.): ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε Plut. (вместе с Нумой) окончилось мирное существование Рима.