φῦ: Difference between revisions
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῦ:''' ουφ!<br /><b class="num">I.</b> [[επιφώνημα]] δυσαρέσκειας, αποστροφής, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[φύω]]. | |lsmtext='''φῦ:''' ουφ!<br /><b class="num">I.</b> [[επιφώνημα]] δυσαρέσκειας, αποστροφής, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[φύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επιφών.</b> χρησιμοποιείται για να δηλώσει: α) πόνο<br />β) [[δυσαρέσκεια]], [[αηδία]] («[[φῦ]] φῦ. ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῡ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. (<b>βλ.</b> και λ. [[φεῦ]])]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:58, 26 March 2021
English (LSJ)
A fie! faugh! an exclam. of disgust, Ar.Lys.295,305, cj. in Th. 245.
II Ep. for ἔφυ.
German (Pape)
[Seite 1311] Ausruf des Schmerzes, Unwillens, Abscheus, Ar. Lys. 304.
Greek (Liddell-Scott)
φῦ: ἐπιφώνημα δυσαρεσκείας καὶ ἀηδίας, οὔφ! Ἀριστοφ. Λυσ. 295, 305· πρβλ. φεῦ· ἀλλὰ ΙΙ. φῦ, Ἐπικ. ἀντὶ ἔφυ.
French (Bailly abrégé)
interj.
expression de dégoût ou de dédain : pouah !.
Étymologie: onomatopée.
2= ἔφυ : 3ᵉ sg. ao. épq. de φύω.
English (Autenrieth)
see φύω.
Greek Monotonic
φῦ: ουφ!
I. επιφώνημα δυσαρέσκειας, αποστροφής, σε Αριστοφ.
II. Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του φύω.
Greek Monolingual
Α
επιφών. χρησιμοποιείται για να δηλώσει: α) πόνο
β) δυσαρέσκεια, αηδία («φῦ φῦ. ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῡ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. (βλ. και λ. φεῦ)].
Russian (Dvoretsky)
φῦ: interj. возглас отвращения или презрения фи! Arph., Luc.
Middle Liddell
fie! faugh! an exclamation of disgust, Ar.