λεπτολογώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(23)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω και -άω (AM λεπτολογῶ, -έω) [[λεπτολόγος]]<br />[[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]] και με πολλή [[ακρίβεια]], [[εξονυχίζω]], [[ψιλολογώ]], [[ψιλοκοσκινίζω]] («μην τά λεπτολογείς πολύ τα πράγματα, [[γιατί]] δεν υπάρχει [[λόγος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διηγούμαι]] ή [[περιγράφω]] [[κάτι]] με λεπτομέρειες, με [[ακρίβεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>λεπτολογοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i>) [[εξετάζω]] [[κάτι]] σοφιστικά.
|mltxt=-έω και -άω (AM λεπτολογῶ, -έω) [[λεπτολόγος]]<br />[[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]] και με πολλή [[ακρίβεια]], [[εξονυχίζω]], [[ψιλολογώ]], [[ψιλοκοσκινίζω]] («μην τά λεπτολογείς πολύ τα πράγματα, [[γιατί]] δεν υπάρχει [[λόγος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διηγούμαι]] ή [[περιγράφω]] [[κάτι]] με λεπτομέρειες, με [[ακρίβεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>λεπτολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i>) [[εξετάζω]] [[κάτι]] σοφιστικά.
}}
}}

Latest revision as of 16:39, 26 March 2021

Greek Monolingual

-έω και -άω (AM λεπτολογῶ, -έω) λεπτολόγος
εξετάζω κάτι με κάθε λεπτομέρεια και με πολλή ακρίβεια, εξονυχίζω, ψιλολογώ, ψιλοκοσκινίζω («μην τά λεπτολογείς πολύ τα πράγματα, γιατί δεν υπάρχει λόγος»)
μσν.
διηγούμαι ή περιγράφω κάτι με λεπτομέρειες, με ακρίβεια
αρχ.
μέσ. λεπτολογοῦμαι, -έομαι) εξετάζω κάτι σοφιστικά.