σοβώ: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σοβῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />βρίσκομαι σε λανθάνουσα [[κατάσταση]], [[υποβόσκω]], [[επίκειμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]] πτηνά («σοβεῑν τὰς ἀλεκτρυόνας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> απαλλάσσομαι από [[κάτι]], [[απομακρύνω]] [[γρήγορα]] (α. «δεῑ τὴν [[τρίχα]] σοβεῑν τὴν κόνιν», <b>Ξεν.</b><br />β. «τὰς ἄλλας φροντίδας... σεσοβῆσθαι», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[κινώ]] ορμητικά ή βίαια («ταχὺν πόδ' ἐν κύκλῳ σοβεῑτε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βαδίζω]] με [[υπερηφάνεια]] και [[μεγαλοπρέπεια]] («διὰ τῆς ἀγορᾱς σοβεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=σοβῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />βρίσκομαι σε λανθάνουσα [[κατάσταση]], [[υποβόσκω]], [[επίκειμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]] πτηνά («σοβεῑν τὰς ἀλεκτρυόνας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> απαλλάσσομαι από [[κάτι]], [[απομακρύνω]] [[γρήγορα]] (α. «δεῑ τὴν [[τρίχα]] σοβεῑν τὴν κόνιν», <b>Ξεν.</b><br />β. «τὰς ἄλλας φροντίδας... σεσοβῆσθαι», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[κινώ]] ορμητικά ή βίαια («ταχὺν πόδ' ἐν κύκλῳ σοβεῑτε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βαδίζω]] με [[υπερηφάνεια]] και [[μεγαλοπρέπεια]] («διὰ τῆς ἀγορᾱς σοβεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>σοβοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι σε [[μεγάλη]] [[συγκίνηση]], ταράζομαι σφοδρά («σεσόβηται ἐρωτικῶς», Φιλόστρ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «σοβῶ τὴν ὕλην» — [[διώχνω]] τα πτηνά από το [[δάσος]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «σοβῶ τὴν [[κύλικα]]» — [[αφήνω]] ή [[κάνω]] το [[ποτήρι]] να στριφογυρίσει <b>(Φιλόστρ.)</b><br />γ) «σοβῶ τοῖς ποτηρίοις τινά» — [[χτυπώ]] κάποιον με τα ποτήρια (Άμφις)<br />δ) «σοβοῦμαι [[προς]] τι» ή «σοβοῦμαι [[περί]] τι» — [[ποθώ]] [[κάτι]] διακαώς (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «[[ρυθμός]] σεσοβημένος» — [[ταχύς]] [[ρυθμός]] <b>(Λογγίν.)</b><br />στ) «[[κίνησις]] σεσοβημένη» — ορμητική [[κίνηση]] <b>(Φίλ.)</b><br />ζ) «σόβει εἰς [[Ἄργος]]» πήγαινε στο Άργος (<b>Λουκιαν.</b>)<br />η) «σοβῶ [[παρά]] τινα» — [[βαδίζω]] [[προς]] κάποιον <b>(Λογγ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιτατικός [[επαναληπτικός]] τ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδέβομαι, <b>πρβλ.</b> [[φέβομαι]]: <i>φοβῶ</i> (για σημασιολογικά <b>βλ. λ.</b> [[σέβομαι]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 26 March 2021
Greek Monolingual
σοβῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, υποβόσκω, επίκειμαι
αρχ.
1. διώχνω πτηνά («σοβεῑν τὰς ἀλεκτρυόνας», Πλάτ.)
2. απαλλάσσομαι από κάτι, απομακρύνω γρήγορα (α. «δεῑ τὴν τρίχα σοβεῑν τὴν κόνιν», Ξεν.
β. «τὰς ἄλλας φροντίδας... σεσοβῆσθαι», Ιπποκρ.)
3. κινώ ορμητικά ή βίαια («ταχὺν πόδ' ἐν κύκλῳ σοβεῑτε», Αριστοφ.)
4. βαδίζω με υπερηφάνεια και μεγαλοπρέπεια («διὰ τῆς ἀγορᾱς σοβεῑ», Δημοσθ.)
5. παθ. σοβοῦμαι, -έομαι
βρίσκομαι σε μεγάλη συγκίνηση, ταράζομαι σφοδρά («σεσόβηται ἐρωτικῶς», Φιλόστρ.)
6. φρ. α) «σοβῶ τὴν ὕλην» — διώχνω τα πτηνά από το δάσος (Αριστοτ.)
β) «σοβῶ τὴν κύλικα» — αφήνω ή κάνω το ποτήρι να στριφογυρίσει (Φιλόστρ.)
γ) «σοβῶ τοῖς ποτηρίοις τινά» — χτυπώ κάποιον με τα ποτήρια (Άμφις)
δ) «σοβοῦμαι προς τι» ή «σοβοῦμαι περί τι» — ποθώ κάτι διακαώς (Πλούτ.)
ε) «ρυθμός σεσοβημένος» — ταχύς ρυθμός (Λογγίν.)
στ) «κίνησις σεσοβημένη» — ορμητική κίνηση (Φίλ.)
ζ) «σόβει εἰς Ἄργος» πήγαινε στο Άργος (Λουκιαν.)
η) «σοβῶ παρά τινα» — βαδίζω προς κάποιον (Λογγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτατικός επαναληπτικός τ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδέβομαι, πρβλ. φέβομαι: φοβῶ (για σημασιολογικά βλ. λ. σέβομαι)].