προίκα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[προίξ]], -ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α<br />η κινητή ή ακίνητη [[περιουσία]] που δινόταν [[κατά]] τον γάμο από την [[οικογένεια]] της νύφης στον γαμπρό, [[θεσμός]] που [[σήμερα]] έχει καταργηθεί από τον νόμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δώρο]], [[χάρισμα]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>προῑκα</i><br />α) δωρεάν, ως [[χάρισμα]] («[[ἀρετὴ]] τὸ προῑκα τοῖς φίλοις | |mltxt=η / [[προίξ]], -ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α<br />η κινητή ή ακίνητη [[περιουσία]] που δινόταν [[κατά]] τον γάμο από την [[οικογένεια]] της νύφης στον γαμπρό, [[θεσμός]] που [[σήμερα]] έχει καταργηθεί από τον νόμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δώρο]], [[χάρισμα]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>προῑκα</i><br />α) δωρεάν, ως [[χάρισμα]] («[[ἀρετὴ]] τὸ προῑκα τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν», Αντιφάν.)<br />β) τίμια και ειλικρινά («προῑκα τὰ πράγματα [[κρίνω]] καὶ [[λογίζομαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) από [[μόνος]] μου, [[χωρίς]] δάσκαλο («παῑς... κακὸν μὲν δρᾱν τι προῑκ' ἐπίσταται», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) επί [[πλέον]], επιπροσθέτως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[προίξ]], -<i>κός</i>, σύνθ. με την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρόσ</i>-<i>φυξ</i>, [[ἄντυξ]]), ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>sik</i>- της IE <i>s</i><i>ē</i><i>ik</i>- «[[φθάνω]], [[πιάνω]] με το [[χέρι]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ἵκω</i>) και συνδέεται με το λιθουαν. <i>siekiu</i>, <i>siekti</i> «[[απλώνω]] το [[χέρι]], [[περιμένω]] με ανοιχτή την [[παλάμη]]». Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] έχει σχηματιστεί με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>ye</i>-/ -<i>yo</i>- το ρ. [[προΐσσομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προΐκ</i>-<i>jομαι</i>), από όπου το δηλωτικό του δράστη ενεργείας [[προΐκτης]]. Ως αρχική σημ. του τ. θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί η [[πράξη]] του απλώματος του χεριού για να δώσει και [[επίσης]] η αντίστροφη [[κίνηση]] [[αυτού]] που ζητάει, που απλώνει το [[χέρι]] για να πάρει, από όπου και οι σημ. τών [[προΐσσομαι]] «[[ζητώ]] [[ελεημοσύνη]], [[ζητιανεύω]]» και [[προΐκτης]] «[[επέτης]], [[ζητιάνος]]» (<b>πρβλ.</b> και το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> «[[προικός]]<br />[[πτωχός]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 27 March 2021
Greek Monolingual
η / προίξ, -ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α
η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια της νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο
αρχ.
1. δώρο, χάρισμα
2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα
α) δωρεάν, ως χάρισμα («ἀρετὴ τὸ προῑκα τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν», Αντιφάν.)
β) τίμια και ειλικρινά («προῑκα τὰ πράγματα κρίνω καὶ λογίζομαι», Δημοσθ.)
γ) από μόνος μου, χωρίς δάσκαλο («παῑς... κακὸν μὲν δρᾱν τι προῑκ' ἐπίσταται», Σοφ.)
δ) επί πλέον, επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προίξ, -κός, σύνθ. με την πρόθεση πρό (πρβλ. πρόσ-φυξ, ἄντυξ), ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα sik- της IE sēik- «φθάνω, πιάνω με το χέρι» (βλ. λ. ἵκω) και συνδέεται με το λιθουαν. siekiu, siekti «απλώνω το χέρι, περιμένω με ανοιχτή την παλάμη». Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα -ye-/ -yo- το ρ. προΐσσομαι (< προΐκ-jομαι), από όπου το δηλωτικό του δράστη ενεργείας προΐκτης. Ως αρχική σημ. του τ. θα πρέπει να θεωρηθεί η πράξη του απλώματος του χεριού για να δώσει και επίσης η αντίστροφη κίνηση αυτού που ζητάει, που απλώνει το χέρι για να πάρει, από όπου και οι σημ. τών προΐσσομαι «ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω» και προΐκτης «επέτης, ζητιάνος» (πρβλ. και το ερμήνευμα του Ησύχ. «προικός
πτωχός»)].