χοίρινος: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[χοίρινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ<br />ο κατασκευασμένος από [[δέρμα]] χοίρου, [[χοιρινός]] (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ [[χοιρίνη]] περὶ | |mltxt=-η, -ο / [[χοίρινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ<br />ο κατασκευασμένος από [[δέρμα]] χοίρου, [[χοιρινός]] (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ [[χοιρίνη]] περὶ ταῖς κνήμαις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[γλυκό]] [[κρασί]] σε χοίρινο [[τομάρι]]» — λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία γίνεται κακή [[διαχείριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:05, 27 March 2021
English (LSJ)
η, ον, A = χοίρειος, of hog's skin, ἀσπίς Luc.Hist.Conscr.23.
German (Pape)
[Seite 1362] = χοίρειος, Sp.; ἡ χοιρίνη, sc. δορά, Schweinehaut, Luc. hist. conscr. 23.
Greek (Liddell-Scott)
χοίρῐνος: -η, -ον, = χοίρειος, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος χοίρου, ἀσπὶς Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de cochon, de porc ; ἡ χοιρίνη (δορά) couenne de porc.
Étymologie: χοῖρος.
Greek Monolingual
-η, -ο / χοίρινος, -ίνη, -ον, ΝΑ
ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου, χοιρινός (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη περὶ ταῖς κνήμαις», Λουκιαν.)
νεοελλ.
παροιμ. «γλυκό κρασί σε χοίρινο τομάρι» — λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία γίνεται κακή διαχείριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Greek Monotonic
χοίρῐνος: -η, -ον, = χοίρειος, δέρμα του χοίρου, σε Λουκ.