οικώ: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ οἰκῶ, -έω, Α επικ. τ. [[οἰκείω]], λοκρ. τ. Fοικέω) [[οίκος]]<br /><b>1.</b> κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οἰκέοιτο [[πόλις]] Πριάμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[οικουμένη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] εγκατεστημένος [[κάπου]], [[εδρεύω]] (α. «τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἰκῆσαν ψυχαῑς ὑμῶν σοφοί», Μηναί)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και παθ.) εγκαθίσταμαι ως [[κάτοικος]] ή ως [[άποικος]] σε έναν [[τόπο]] (α. «οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν», <b>Θουκ.</b><br />β. «τοῑσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σπίτι]] ή με [[πόλη]]) [[διοικώ]], [[κυβερνώ]] («[[οἴκει]] τὴν πόλιν ὁμοίως [[ὥσπερ]] τὸν πατρῷον οἶκον», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διευθύνω]], [[κατευθύνω]] («μὴ τὸν ἐμὸν [[οἴκει]] νοῡν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για άτομα, για οικογένειες ή και για ολόκληρα έθνη) έχω ως [[κατοικία]] μου, [[διαμένω]] («ναοῑσι δ' οἰκεῑς τοισίδ' ἢ κατὰ στέγας», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[κείμαι]], ευρίσκομαι («πλεῖσται γὰρ πόλεις τῶν δεομένων τῆς θαλάττης περὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν οἰκοῡσι», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) κυβερνώμαι, διοικούμαι («τίς τῶν [[πόλεων]] διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν;», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=(ΑΜ οἰκῶ, -έω, Α επικ. τ. [[οἰκείω]], λοκρ. τ. Fοικέω) [[οίκος]]<br /><b>1.</b> κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οἰκέοιτο [[πόλις]] Πριάμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[οικουμένη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] εγκατεστημένος [[κάπου]], [[εδρεύω]] (α. «τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἰκῆσαν ψυχαῑς ὑμῶν σοφοί», Μηναί)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και παθ.) εγκαθίσταμαι ως [[κάτοικος]] ή ως [[άποικος]] σε έναν [[τόπο]] (α. «οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν», <b>Θουκ.</b><br />β. «τοῑσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σπίτι]] ή με [[πόλη]]) [[διοικώ]], [[κυβερνώ]] («[[οἴκει]] τὴν πόλιν ὁμοίως [[ὥσπερ]] τὸν πατρῷον οἶκον», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διευθύνω]], [[κατευθύνω]] («μὴ τὸν ἐμὸν [[οἴκει]] νοῦν
», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για άτομα, για οικογένειες ή και για ολόκληρα έθνη) έχω ως [[κατοικία]] μου, [[διαμένω]] («ναοῑσι δ' οἰκεῑς τοισίδ' ἢ κατὰ στέγας», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[κείμαι]], ευρίσκομαι («πλεῖσται γὰρ πόλεις τῶν δεομένων τῆς θαλάττης περὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν οἰκοῡσι», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) κυβερνώμαι, διοικούμαι («τίς τῶν [[πόλεων]] διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν;», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 14:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ οἰκῶ, -έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) οίκος
1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον», Ηρόδ.
β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη
μσν.-αρχ.
μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου, εδρεύω (α. «τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», Σοφ.
β. «οἰκῆσαν ψυχαῑς ὑμῶν σοφοί», Μηναί)
αρχ.
1. (ενεργ. και παθ.) εγκαθίσταμαι ως κάτοικος ή ως άποικος σε έναν τόπο (α. «οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν», Θουκ.
β. «τοῑσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με σπίτι ή με πόλη) διοικώ, κυβερνώοἴκει τὴν πόλιν ὁμοίως ὥσπερ τὸν πατρῷον οἶκον», Ισοκρ.)
3. μτφ. διευθύνω, κατευθύνω («μὴ τὸν ἐμὸν οἴκει νοῦν », Ευρ.)
4. (αμτβ.) α) (για άτομα, για οικογένειες ή και για ολόκληρα έθνη) έχω ως κατοικία μου, διαμένω («ναοῑσι δ' οἰκεῑς τοισίδ' ἢ κατὰ στέγας», Ευρ.)
β) κείμαι, ευρίσκομαι («πλεῖσται γὰρ πόλεις τῶν δεομένων τῆς θαλάττης περὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν οἰκοῡσι», Ξεν.)
γ) κυβερνώμαι, διοικούμαι («τίς τῶν πόλεων διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν;», Πλάτ.).