υπόκριση: Difference between revisions
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑπόκρισις]], -ίσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -[[ίσιος]], Α [[ὑποκρίνομαι]]<br /><b>1.</b> η [[παράσταση]] του ρόλου ενός προσώπου στην [[σκηνή]] από τον ηθοποιό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσποίηση]], [[υποκρισία]] («[[ἔσωθεν]] δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[δήλωση]] ανύπαρκτης νοσηρής κατάστασης ή [[απόκρυψη]] πραγματικής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπόκριση]] ρόλου»<br /><b>(ψυχολ.)</b> ομαδική [[τεχνική]], παρόμοια με το [[ψυχόδραμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μέρος]] της ρητορικής, στο οποίο ο [[υποψήφιος]] [[ρήτορας]] διδάσκεται να απαγγέλλει τον λόγο του χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο τόνο της φωνής και την κατάλληλη [[στάση]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κραυγή]] ζώου) [[τόνος]] ή [[τρόπος]] («ὁ [[κυνηγέτης]] ἀπὸ τῆς ὑποκρίσεως ᾔσθετο τοῦ κυνὸς | |mltxt=η / [[ὑπόκρισις]], -ίσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -[[ίσιος]], Α [[ὑποκρίνομαι]]<br /><b>1.</b> η [[παράσταση]] του ρόλου ενός προσώπου στην [[σκηνή]] από τον ηθοποιό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσποίηση]], [[υποκρισία]] («[[ἔσωθεν]] δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[δήλωση]] ανύπαρκτης νοσηρής κατάστασης ή [[απόκρυψη]] πραγματικής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπόκριση]] ρόλου»<br /><b>(ψυχολ.)</b> ομαδική [[τεχνική]], παρόμοια με το [[ψυχόδραμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μέρος]] της ρητορικής, στο οποίο ο [[υποψήφιος]] [[ρήτορας]] διδάσκεται να απαγγέλλει τον λόγο του χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο τόνο της φωνής και την κατάλληλη [[στάση]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κραυγή]] ζώου) [[τόνος]] ή [[τρόπος]] («ὁ [[κυνηγέτης]] ἀπὸ τῆς ὑποκρίσεως ᾔσθετο τοῦ κυνὸς ὑλακτοῦν | ||
τος νῦν μὲν ὅτι ζητεί τὸν λαγόν, νῦν δὲ ὅτι εὗρεν...», Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[απόκριση]], [[απάντηση]]<br /><b>3.</b> [[μίμηση]]<br /><b>4.</b> (στην αιτ. ως επίρρ.) [[ὑπόκρισιν]]<br />σαν («δελφῑνος [[ὑπόκρισιν]]», <b>Πίνδ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:25, 27 March 2021
Greek Monolingual
η / ὑπόκρισις, -ίσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ίσιος, Α ὑποκρίνομαι
1. η παράσταση του ρόλου ενός προσώπου στην σκηνή από τον ηθοποιό
2. μτφ. προσποίηση, υποκρισία («ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ιατρ. δήλωση ανύπαρκτης νοσηρής κατάστασης ή απόκρυψη πραγματικής
2. φρ. «υπόκριση ρόλου»
(ψυχολ.) ομαδική τεχνική, παρόμοια με το ψυχόδραμα
μσν.-αρχ.
μέρος της ρητορικής, στο οποίο ο υποψήφιος ρήτορας διδάσκεται να απαγγέλλει τον λόγο του χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο τόνο της φωνής και την κατάλληλη στάση του σώματος
αρχ.
1. (για κραυγή ζώου) τόνος ή τρόπος («ὁ κυνηγέτης ἀπὸ τῆς ὑποκρίσεως ᾔσθετο τοῦ κυνὸς ὑλακτοῦν
τος νῦν μὲν ὅτι ζητεί τὸν λαγόν, νῦν δὲ ὅτι εὗρεν...», Πορφ.)
2. απόκριση, απάντηση
3. μίμηση
4. (στην αιτ. ως επίρρ.) ὑπόκρισιν
σαν («δελφῑνος ὑπόκρισιν», Πίνδ.).