προσγίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσγίγνομαι]] Α<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] επιπροσθέτως, [[προστίθεμαι]] («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας [[γενέσθαι]] οὐ ῥᾳδίως | |mltxt=ΝΜΑ, [[προσγίγνομαι]] Α<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] επιπροσθέτως, [[προστίθεμαι]] («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας [[γενέσθαι]] οὐ ῥᾳδίως αὐτοῖς προσγενήσεται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[προξενούμαι]], προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[ιδίως]] ως [[σύμμαχος]] («ὁρῶντες στρατιάν τε [[ἄλλην]] προσγεγενημένην αὐτοῖς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με την [[πολιτική]]) [[υπερασπίζω]], [[συμπαθώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[προκύπτω]] («πρὸς τῷ θυμοειδεῑ ἔτι προσγενέσθαι [[φιλόσοφος]] τὴν φύσιν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 28 March 2021
English (LSJ)
Ionic and later for προσγίγνομαι.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, προσγίγνομαι Α
1. γίνομαι επιπροσθέτως, προστίθεμαι («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῖς προσγενήσεται», Θουκ.)
2. συμβαίνω, γίνομαι, προξενούμαι, προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», Πλάτ.)
αρχ.
1. έρχομαι κοντά σε κάποιον, ιδίως ως σύμμαχος («ὁρῶντες στρατιάν τε ἄλλην προσγεγενημένην αὐτοῖς», Θουκ.)
2. (σε σχέση με την πολιτική) υπερασπίζω, συμπαθώ κάποιον
3. προκύπτω («πρὸς τῷ θυμοειδεῑ ἔτι προσγενέσθαι φιλόσοφος τὴν φύσιν», Πλάτ.).