εμβαδόν: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐμβαδόν]] (Α) [[εμβαίνω]]<br /><b>επίρρ.</b> με τα πόδια, περπατώντας («ἦ ἔλπεσθ', ἤν νῆας ἕλῃ... Ἕκτωρ, [[ἐμβαδόν]] ἵξεσθαι ἥ ν [[πατρίδα]] γαῑαν [[ἕκαστος]]» — [[αλήθεια]] πιστεύετε, αν καταλάβει τα πλοία ο Έκτωρ... ότι θα [[πάει]] με τα πόδια [[[μέσα]] απ' τη [[θάλασσα]]] ο [[καθένας]] στην [[πατρίδα]] του;).<br /><b>(II)</b><br />το (AM [[ἐμβαδόν]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[αριθμός]] σε τετραγωνικά [[μέτρα]] ή πήχεις που προκύπτει από τη [[μέτρηση]] της επιφάνειας<br /><b>αρχ.</b><br />ορισμένη [[επιφάνεια]], [[χώρος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐμβαδόν]] (Α) [[εμβαίνω]]<br /><b>επίρρ.</b> με τα πόδια, περπατώντας («ἦ ἔλπεσθ', ἤν νῆας ἕλῃ... Ἕκτωρ, [[ἐμβαδόν]] ἵξεσθαι ἥ ν [[πατρίδα]] γαῖαν [[ἕκαστος]]» — [[αλήθεια]] πιστεύετε, αν καταλάβει τα πλοία ο Έκτωρ... ότι θα [[πάει]] με τα πόδια [[[μέσα]] απ' τη [[θάλασσα]]] ο [[καθένας]] στην [[πατρίδα]] του;).<br /><b>(II)</b><br />το (AM [[ἐμβαδόν]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[αριθμός]] σε τετραγωνικά [[μέτρα]] ή πήχεις που προκύπτει από τη [[μέτρηση]] της επιφάνειας<br /><b>αρχ.</b><br />ορισμένη [[επιφάνεια]], [[χώρος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

(I)
ἐμβαδόν (Α) εμβαίνω
επίρρ. με τα πόδια, περπατώντας («ἦ ἔλπεσθ', ἤν νῆας ἕλῃ... Ἕκτωρ, ἐμβαδόν ἵξεσθαι ἥ ν πατρίδα γαῖαν ἕκαστος» — αλήθεια πιστεύετε, αν καταλάβει τα πλοία ο Έκτωρ... ότι θα πάει με τα πόδια [[[μέσα]] απ' τη θάλασσα] ο καθένας στην πατρίδα του;).
(II)
το (AM ἐμβαδόν)
νεοελλ.
ο αριθμός σε τετραγωνικά μέτρα ή πήχεις που προκύπτει από τη μέτρηση της επιφάνειας
αρχ.
ορισμένη επιφάνεια, χώρος.