διαφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαφύομαι:''' (aor. 2 διέφῡν, pf. διαπέφυκα)<br /><b class="num">1)</b> расти в разные стороны, разрастаться: διαφύντος ἑνὸς [[πλέον]]᾽ ἐκτελέθουσιν Emped. ap. Arst. когда одно разрастается, возникает многое;<br /><b class="num">2)</b> расти в промежутке, врастать (ὑμὴν διαπεφυκώς Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. врастать, укореняться: διαπεφυκέναι τινός Plut. укрепиться в чем-л.;<br /><b class="num">4)</b> протекать в промежутке: [[μετὰ]] δὲ [[χρόνος]] διέφυ Her. после этого прошло некоторое время.
|elrutext='''διαφύομαι:''' (aor. 2 διέφῡν, pf. διαπέφυκα)<br /><b class="num">1)</b> расти в разные стороны, разрастаться: διαφύντος ἑνὸς [[πλέον]]᾽ ἐκτελέθουσιν Emped. ap. Arst. когда одно разрастается, возникает многое;<br /><b class="num">2)</b> расти в промежутке, врастать (ὑμὴν διαπεφυκώς Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. врастать, укореняться: διαπεφυκέναι τινός Plut. укрепиться в чем-л.;<br /><b class="num">4)</b> протекать в промежутке: μετὰ δὲ [[χρόνος]] διέφυ Her. после этого прошло некоторое время.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. with aor2 act. διέφῡν perf. διαπέφῡκα<br /><b class="num">I.</b> of [[time]], to [[intervene]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to be [[closely]] [[connected]] with, τινος Plut.
|mdlsjtxt=Pass. with aor2 act. διέφῡν perf. διαπέφῡκα<br /><b class="num">I.</b> of [[time]], to [[intervene]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to be [[closely]] [[connected]] with, τινος Plut.
}}
}}

Revision as of 11:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφύομαι Medium diacritics: διαφύομαι Low diacritics: διαφύομαι Capitals: ΔΙΑΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diaphýomai Transliteration B: diaphyomai Transliteration C: diafyomai Beta Code: diafu/omai

English (LSJ)

Pass., fut. A -φύσομαι Philostr.Jun.Im.13: with aor. 2 Act. διέφῡν: pf. διαπέφῡκα:—germinate, of seeds, Thphr.CP2.17.7. II to be disjoined, διαφύντος ἑνός Emp.17.10. III grow between, Arist.Fr.335, Thphr.CP3.7.9; intervene, χρόνος διέφυ καὶ πάντα ἐξήρτυτο Hdt.1.61; βαθὺς δ. αὐλών Eratosth.8. IV to be different from, ἀπ' ἀλλήλων Philostr.Im.2.32. V to be inseparably connected with, τινός Philostr.Jun. l.c.; to identify oneself with, τυραννίδος Plu.Dio12; to be intimately acquainted with, τῶν Ἑλληνικῶν D.C.72.6, cf. 77.13; δι' ὅλης τῆς Ἰταλίας to pervade, leaven all Italy (of Sulla's veterans), Plu.Cic.14. [ῡ only metri gr., Eratosth. l. c.]

Greek (Liddell-Scott)

διαφύομαι: μέσ. ἀόρ. β’ διέφῡν, πρκμ. διαπέφῡκα·- ἀναφύομαι διὰ μέσου, ἐπὶ βλαστημάτων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17, 7. ΙΙ. ἐξαρθροῦμαι, ἀποχωρίζομαι, διαφύντος Ἑνὸς Ἐμπεδ. 71, πρβλ. 66. ΙΙΙ. φύομαι μεταξύ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 316, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 9.·- παρεμπίπτω, χρόνος διέφυ καὶ πάντα ἐξήρτυτο Ἡρόδ. 1. 61. IV. εἶμαι διάφορος, τινος Φιλόστρ. 884. V. φύομαι μετά τινος, ἔχω στενὴν μετ’ αὐτοῦ σχέσιν, τινος Πλούτ. Δίωνι 12, Κικ. 14, ἴδε Wyttenb. παρὰ Schäf. ἐν τόπῳ. [ῡ μόνον ἐν ἄρσει, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 189D].

Greek Monolingual

(αποθ.) (ΑΝ)
φυτρώνω ανάμεσα
αρχ.
1. αναβλαστάνω
2. αποχωρίζομαι, εξαρθρώνομαι («διαφύντος ἑνός», Εμπ.)
3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι
4. είμαι διαφορετικός («διαπέφυκε ἀλλήλων», Φιλόστρατος)
5. είμαι στενά δεμένος με κάτι ή κάποιον («οὗτος μὲν οὖν εὐθὺς κατελθὼν διεπεφύκει τῆς τυραννίδος», Πλουτ.)
6. γνωρίζω κάτι
7. εγκαθίσταμαι σ' έναν τόπο.

Greek Monotonic

διαφύομαι: Παθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ διέφῡν, παρακ. διαπέφυκα·
I. λέγεται για το χρόνο, παρέρχομαι στο μεταξύ, σε Ηρόδ.
II. είμαι πολύ στενά συνδεδεμένος με, τινος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαφύομαι: (aor. 2 διέφῡν, pf. διαπέφυκα)
1) расти в разные стороны, разрастаться: διαφύντος ἑνὸς πλέον᾽ ἐκτελέθουσιν Emped. ap. Arst. когда одно разрастается, возникает многое;
2) расти в промежутке, врастать (ὑμὴν διαπεφυκώς Arst.);
3) перен. врастать, укореняться: διαπεφυκέναι τινός Plut. укрепиться в чем-л.;
4) протекать в промежутке: μετὰ δὲ χρόνος διέφυ Her. после этого прошло некоторое время.

Middle Liddell

Pass. with aor2 act. διέφῡν perf. διαπέφῡκα
I. of time, to intervene, Hdt.
II. to be closely connected with, τινος Plut.