χρυσόπαστος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσόπαστος''': -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, [[ἐπίχρυσος]], χρ. [[τιήρης]], [[τιάρα]] ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. [[κόσμος]] Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· [[μετὰ]] τοῦ [[χρυσήλατος]], οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532.
|lstext='''χρῡσόπαστος''': -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, [[ἐπίχρυσος]], χρ. [[τιήρης]], [[τιάρα]] ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. [[κόσμος]] Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· μετὰ τοῦ [[χρυσήλατος]], οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:34, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπαστος Medium diacritics: χρυσόπαστος Low diacritics: χρυσόπαστος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: chrysópastos Transliteration B: chrysopastos Transliteration C: chrysopastos Beta Code: xruso/pastos

English (LSJ)

ον, also α, ον Alc.Fr.90 Lobel: (πάσσω):—A shot with gold, κυνία l. c.; χ. τιήρης a turban of gold tissue, Hdt.8.120; τὰ χ. ἕσθλα (Wilamowitz for ἐσθλά) A.Ag.776 (lyr.); χ. κόσμος D.50.34; ταῖς ξυστίσιν ταῖς χ. Eub.134; μίτρα Duris 14J.; ἐσθής Luc.Ind.8; opp. χρυσήλατος, Iamb.post Polem.p.50 Hinck.

German (Pape)

[Seite 1381] mit Golde geschmückt, gestickt; Aesch. Ag. 752; τιάρα Her. 8, 120; κόσμος Dem. 50, 34; σκιάς Plut. Anton. 26 u. Luc.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπαστος: -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, ἐπίχρυσος, χρ. τιήρης, τιάρα ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. κόσμος Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· μετὰ τοῦ χρυσήλατος, οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
parsemé, constellé, tacheté ou brodé d’or.
Étymologie: χρυσός, πάσσω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, θηλ. και χρυσοπάστα Α
διακοσμημένος, κεντημένος με χρυσό («ἐσθῆτα χρυσόπαστον ποιησάμενος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -παστος (< παστός < πάσσω «υφαίνω, κεντώ»), πρβλ. ἀργυρό-παστος].

Greek Monotonic

χρῡσόπαστος: -ον, στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, λέγεται για χρυσό ύφασμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπαστος: (рас)шитый или отделанный золотом (τιήρης Her.; ἔδεθλα - v. l. ἐσθλά Aesch.; κόσμος Dem.; ἁλουργίς, νεβρίς Plut.; ἐσθής Luc.).

Middle Liddell


sprinkled gold, gold-spangled, of gold tissue, Aesch.