ἀποσυρίζω: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσῡρίζω''': [[συρίζω]] ἠχηρῶς μὴ ἔχων τι νὰ σκεφθῶ, ἢ [[ὅπως]] δείξω ἀδιαφορίαν, μάκρ’ ἀποσυρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 280: ― Παθ., [[ψιθυρίζω]] ἐν εἴδει συριγμοῦ, ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμέων τερπνά… [[μέλη]] ἀπεσυρίετο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5. ΙΙ. [[ἀποσυρίζω]] τινά, [[ἀπελαύνω]] αὐτὸν | |lstext='''ἀποσῡρίζω''': [[συρίζω]] ἠχηρῶς μὴ ἔχων τι νὰ σκεφθῶ, ἢ [[ὅπως]] δείξω ἀδιαφορίαν, μάκρ’ ἀποσυρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 280: ― Παθ., [[ψιθυρίζω]] ἐν εἴδει συριγμοῦ, ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμέων τερπνά… [[μέλη]] ἀπεσυρίετο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5. ΙΙ. [[ἀποσυρίζω]] τινά, [[ἀπελαύνω]] αὐτὸν μετὰ συριγμῶν, ἀποσυριχθησόμεθα Εὐστ. Πονημάτ. 81. 90. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:45, 20 April 2021
English (LSJ)
A whistle aloud for want of thought, or to show indifference, μάκρ' ἀποσυρίζων h.Merc.280:—Pass., sound like whistling, Luc. VH2.5.
German (Pape)
[Seite 328] (συρίζω), auspfeifen, μάκρ' ἀποσ., laut pfeifen, H. h. Merc. 280; aber ἀπὸ τῶν κλάδων μέλη ἀπεσυρίζετο, sie ertönten säuselnd von den Aesten herab, Luc. V. Hist. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσῡρίζω: συρίζω ἠχηρῶς μὴ ἔχων τι νὰ σκεφθῶ, ἢ ὅπως δείξω ἀδιαφορίαν, μάκρ’ ἀποσυρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 280: ― Παθ., ψιθυρίζω ἐν εἴδει συριγμοῦ, ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμέων τερπνά… μέλη ἀπεσυρίετο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5. ΙΙ. ἀποσυρίζω τινά, ἀπελαύνω αὐτὸν μετὰ συριγμῶν, ἀποσυριχθησόμεθα Εὐστ. Πονημάτ. 81. 90.
French (Bailly abrégé)
siffler fortement ; Pass. être sifflé en parl. d’un air.
Étymologie: ἀπό, συρίζω.
Spanish (DGE)
(ἀποσῡρίζω)
silbar, chiflar μάκρ' ἀποσυρίζων h.Merc.280, cf. Mac.Magn.Apocr.2.19 (p.33.7)
•en v. med. sonar como un silbido ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμένων ... μέλη ἀπεσυρίζετο Luc.VH 2.5.
Greek Monolingual
ἀποσυρίζω (Α)
1. σφυρίζω αμέριμνα
2. (-ομαι) ηχώ, ακούγομαι σαν σφύριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + συρίζω (Ι) < σύριγξ «αυλός»].
Greek Monotonic
ἀποσῡρίζω: μέλ. -ξω, σφυρίζω ηχηρά εξαιτίας έλλειψης σκέψης, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., ψιθυρίζω και ο ψίθυρος ηχεί ως σφύριγμα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσῡρίζω:
1) свистеть, посвистывать HH;
2) pass. насвистываться, т. е. раздаваться (о птичьем пении) (ἀπὸ τῶν κλάδων μέλη ἀπεσυρίζετο Luc.).
Middle Liddell
to whistle aloud for want of thought, Hhymn.:—Pass. to sound like whistling, Luc.