ἀποκλάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκλάζω''': μέλλ. -άσω, [[κλίνω]] τὰ γόνατά μου, καὶ [[ἐντεῦθεν]], ἀναπαύομαι, ὡς τὸ κάμπτειν γόνυ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 196.<br />μέλλ. -κλάγξω, [[κράζω]] [[μετὰ]] βροντώδους φωνῆς ἐν εἴδει κλαγγῆς, τοιάδε [[Κάλχας]]… ἀπέκλαγξε Αἰσχύλ. Ἀγ. 156, ἀποκλάγξασα νομεῦσι Ἀνθ. Π. 7. 191.
|lstext='''ἀποκλάζω''': μέλλ. -άσω, [[κλίνω]] τὰ γόνατά μου, καὶ [[ἐντεῦθεν]], ἀναπαύομαι, ὡς τὸ κάμπτειν γόνυ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 196.<br />μέλλ. -κλάγξω, [[κράζω]] μετὰ βροντώδους φωνῆς ἐν εἴδει κλαγγῆς, τοιάδε [[Κάλχας]]… ἀπέκλαγξε Αἰσχύλ. Ἀγ. 156, ἀποκλάγξασα νομεῦσι Ἀνθ. Π. 7. 191.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκλάζω Medium diacritics: ἀποκλάζω Low diacritics: αποκλάζω Capitals: ΑΠΟΚΛΑΖΩ
Transliteration A: apoklázō Transliteration B: apoklazō Transliteration C: apoklazo Beta Code: a)pokla/zw

English (LSJ)

(A), aor. -έκλαγξα, A ring or shout forth, A.Ag.156 (lyr.), AP7.191 (Arch.).
ἀπ-οκλάζω (B), A bend one's knees: hence, rest, Ar.Fr.109 (but cf. ἀποκλάω 2).

German (Pape)

[Seite 307] (s. κλάζω), einen Ton von sich geben, klingen, ἀπέκλαγξε τοιάδε Aesch. Ag. 151; Sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκλάζω: μέλλ. -άσω, κλίνω τὰ γόνατά μου, καὶ ἐντεῦθεν, ἀναπαύομαι, ὡς τὸ κάμπτειν γόνυ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 196.
μέλλ. -κλάγξω, κράζω μετὰ βροντώδους φωνῆς ἐν εἴδει κλαγγῆς, τοιάδε Κάλχας… ἀπέκλαγξε Αἰσχύλ. Ἀγ. 156, ἀποκλάγξασα νομεῦσι Ἀνθ. Π. 7. 191.

French (Bailly abrégé)

1pousser un cri.
Étymologie: ἀπό, κλάζω.
2ployer le genou.
Étymologie: ἀπό, ὀκλάζω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀπέκλαγξεν A.A.156]
clamar τοιάδε Κάλχας ... ἀ. μόρσιμ' A.l.c., cf. AP 7.191.

Greek Monolingual

(I)
ἀποκλάζω (Α)
κραυγάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + κλάζω «κράζω»].
(II)
ἀποκλάζω (Α)
κάθομαι οκλαδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + οκλάζω «κάθομαι οκλαδόν»].

Greek Monotonic

ἀποκλάζω: μέλ. -κλάγξω, φωνάζω με βροντερή φωνή, όπως η κλαγγή των όπλων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκλάζω: (fut. ἀποκλάγξω) кричать, восклицать Aesch., Anth.

Middle Liddell

1
to ring or shout forth, Aesch.
2
to bend one's knees.