ἐξόπισθεν: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξόπισθεν''': καὶ ποιητ. -θε, Ἐπίρρ. Ἀττ. ἀντὶ τοῦ [[ἐξόπιθεν]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 22, Πλάτ. Νόμοι 947D, κλ.· εἰς τὸ ἐξ., πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὁ αὐτὸς ἐν Τιμ. 84Ε, κτλ.· τὸ ἐξ. τῆς κεφαλῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1. 2) ὡς πρόθ. | |lstext='''ἐξόπισθεν''': καὶ ποιητ. -θε, Ἐπίρρ. Ἀττ. ἀντὶ τοῦ [[ἐξόπιθεν]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 22, Πλάτ. Νόμοι 947D, κλ.· εἰς τὸ ἐξ., πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὁ αὐτὸς ἐν Τιμ. 84Ε, κτλ.· τὸ ἐξ. τῆς κεφαλῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., Ἀριστοφ. Αχ. 368. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, τὰ [[ἐξόπισθεν]] = [[ἐξοπίσω]] ΙΙ, Σοφ. Ἀποσπ. 527. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:57, 20 April 2021
English (LSJ)
poet. ἐξόπισθε, Adv., Att. for ἐξόπιθεν, Ar.Eq.22, Pl.Lg.947d, LXX 1 Ch.19.10, etc.; A εἰς τὸ ἐξόπισθεν = backwards, Pl.Ti.84e, etc.; τὸ ἐ. τῆς κεφαλῆς Arist. HA512b14. II Prep. with gen., Ar.Ach.868, LXX 3 Ki.19.21; τὰ ἐ. χειρὸς ἐς τὰ δεξιά S.Fr.598.
German (Pape)
[Seite 887] p. auch ἐξόπισθε, = ἐξόπιθεν, im Rücken, hinterher, ἕπεσθαι Plat. Legg. XII, 497 d; εἰς τὸ ἐξόπισθεν, rückwärts, Tim. 84 e; Xen. Cyr. 7, 1, 24 u. Sp.; – τινός, hinter, Ar. Ach. 868 u. öfter; – hierauf, hernach, τὰ δ' ἐξ. Οἰνωτρία σε δέξεται Soph. frg. 527.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόπισθεν: καὶ ποιητ. -θε, Ἐπίρρ. Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἐξόπιθεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 22, Πλάτ. Νόμοι 947D, κλ.· εἰς τὸ ἐξ., πρὸς τὰ ὀπίσω, ὁ αὐτὸς ἐν Τιμ. 84Ε, κτλ.· τὸ ἐξ. τῆς κεφαλῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., Ἀριστοφ. Αχ. 368. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, τὰ ἐξόπισθεν = ἐξοπίσω ΙΙ, Σοφ. Ἀποσπ. 527.
French (Bailly abrégé)
adv.
par derrière : ἐξόπισθέν τινος derrière qqn.
Étymologie: ἐξ, ὄπισθεν.
Greek Monolingual
ἐξόπισθε(ν) (AM) (Α και ἐξόπιθεν)
επίρρ.
1. από πίσω
2. πίσω από κάποιον
μσν.
1. προς τα πίσω
2. ύστερα από κάποιον
αρχ.
φρ. τὰ ἐξόπισθεν
από δω και πέρα, στο εξής.
Greek Monotonic
ἐξόπισθεν: ποιητ. -θε,
1. επίρρ., Αττ. αντί ἐξόπιθεν, σε Αριστοφ.
2. ως πρόθ. με γεν., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξόπισθεν: II praep. cum gen. позади, за (ἐ. μου Arph.).
Middle Liddell
1. attic for ἐξόπιθεν, Ar.
2. as prep. with gen., Ar.