ἔκρυσις: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκρῠσις''': -εως, ἡ, = [[ἔκροος]] ΙΙ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 26, Πολύβ. 4. 39, 8. ΙΙ. [[ἐκροή]], κυήματος [[φθορά]], ἀποβολὴ κατὰ τὰς πρώτας [[μετὰ]] τὴν σύλληψιν ἡμέρας, διαφέρουσα τοῦ τρωσμοῦ, ἐκτρώσεως, Ἱππ. 257. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 9, 3, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 3 καὶ 7. ΙΙΙ. ἔκρ. τριχῶν, [[πτῶσις]], «πέσιμον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 14, 1.
|lstext='''ἔκρῠσις''': -εως, ἡ, = [[ἔκροος]] ΙΙ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 26, Πολύβ. 4. 39, 8. ΙΙ. [[ἐκροή]], κυήματος [[φθορά]], ἀποβολὴ κατὰ τὰς πρώτας μετὰ τὴν σύλληψιν ἡμέρας, διαφέρουσα τοῦ τρωσμοῦ, ἐκτρώσεως, Ἱππ. 257. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 9, 3, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 3 καὶ 7. ΙΙΙ. ἔκρ. τριχῶν, [[πτῶσις]], «πέσιμον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 14, 1.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 13:05, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκρῠσις Medium diacritics: ἔκρυσις Low diacritics: έκρυσις Capitals: ΕΚΡΥΣΙΣ
Transliteration A: ékrysis Transliteration B: ekrysis Transliteration C: ekrysis Beta Code: e)/krusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A = ἔκροος II, Arist.Mete.351a5, IG11(2).144A73 ((ἐγρ-) Delos, iv/iii B.C.), Plb.4.39.8. II efflux, flooding, differing from τρωσμός (miscarriage), Hp.Septim.9, Arist.GA758b6 (pl.), HA583a25 (pl.). III ἔ. τριχῶν loss of hair, Thphr.HP7.14.1.

German (Pape)

[Seite 778] ἡ, = ἔκροος, Pol. 4, 39, 8; Fehlgeburt in den ersten 7 Tagen, Arist. H. A. 7, 3; gen. anim. 3, 9; τριχῶν, das Ausgehen der Haare, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκρῠσις: -εως, ἡ, = ἔκροος ΙΙ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 26, Πολύβ. 4. 39, 8. ΙΙ. ἐκροή, κυήματος φθορά, ἀποβολὴ κατὰ τὰς πρώτας μετὰ τὴν σύλληψιν ἡμέρας, διαφέρουσα τοῦ τρωσμοῦ, ἐκτρώσεως, Ἱππ. 257. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 9, 3, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 3 καὶ 7. ΙΙΙ. ἔκρ. τριχῶν, πτῶσις, «πέσιμον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 14, 1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Grafía: graf. ἐγρ- IG 11(2).144A.73 (Delos IV/III a.C.)

• Morfología: [plu. nom. -ιες Hp.Oct.1]
I gener.
1 desagüe, vía o punto de salida natural de ríos, lagos o mares interiores, Arist.Mete.351a5, del Mar Negro, Plb.4.39.8, del lago Copaide, Str.9.2.19, de un río al mar, Dsc.5.128.2, de líquidos de un recipiente, Hero Spir.2.28.
2 flujo, corriente ὑδάτων Arist.Col.796a12
caída τριχῶν Thphr.HP 7.14.1.
3 conducto de evacuación, emisario, desaguadero artificial de un depósito de agua IG l.c.
II ref. sangre
1 medic. en plu. pérdidas sanguíneas como síntoma de efluxión o fin temprano del embarazo, Hp.l.c., cf. Arist.GA 758b6, HA 583a25.
2 medic. evacuación ἔ. αἵματος prob. sangría Erasistr.232.10.
3 derramamiento de sangre como sacrificio cruento LXX Ez.40.39, ref. la sangre de Cristo, Clem.Al.Ex.Thdt.61.

Russian (Dvoretsky)

ἔκρῠσις: εως ἡ
1) Arst., Polyb. = ἔκροος;
2) «истечение», ранний выкидыш (καλοῦνται ἐκρύσεις αἱ μέχρι τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν διαφθοραί Arst.).