αἱματόεις: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aimatoeis | |Transliteration C=aimatoeis | ||
|Beta Code=ai(mato/eis | |Beta Code=ai(mato/eis | ||
|Definition= | |Definition=[[αἱματόεσσα]], [[αἱματόεν]], contr. [[αἱματοῦς]], [[αἱματοῦσσα]] (<span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1279</span> cj.), οῦν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[αἱματηρός]], <span class="bibl">Il.5.82</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[blood-red]], or [[of blood]], [[ψιάδες]], [[σμῶδιξ]], <span class="bibl">16</span>. <span class="bibl">459</span>, <span class="bibl">2.267</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[suffuse]]d with [[blood]], [[flush]]ed, [[ῥέθος]] <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>528</span>; of the petals of a rose, <span class="title">AP</span>6.154 (Leon.). </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[bloody]], [[murderous]], [[πόλεμος]], etc., <span class="bibl">Il.9.650</span>, etc.; [[ἔρις]] <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>698</span> (lyr.); βλαχαί <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span> 348</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:28, 20 May 2021
English (LSJ)
αἱματόεσσα, αἱματόεν, contr. αἱματοῦς, αἱματοῦσσα (S.OT1279 cj.), οῦν, A = αἱματηρός, Il.5.82. 2 blood-red, or of blood, ψιάδες, σμῶδιξ, 16. 459, 2.267. 3 suffused with blood, flushed, ῥέθος S.Ant.528; of the petals of a rose, AP6.154 (Leon.). 4 bloody, murderous, πόλεμος, etc., Il.9.650, etc.; ἔρις A.Ag.698 (lyr.); βλαχαί Id.Th. 348 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτόεις: όεσσα, όεν, συνῃρ. αἱματοῦς, οῦσσα, (ἐκ διορθ. τοῦ Πόρσ. ἐν Ο. Τ. 1279, χάλαζά θ’ αἱματοῦσσ’ ἀντὶ χαλάζης αἵματος·), -οῦν, = αἱματηρός, Ἰλ. Ε. 82. 2) αἱματόχρους ἢ ἐξ αἵματος· ψιάδες, σμῶδιξ, Π. 459, Β. 267· αἱματόεν ῥέθος αἰσχύνει, ἐπισκιάζει τὸ ἐρυθριῶν πρόσωπον, Σοφ. Ἀντ. 529· [οὕτω τὸν ὑπὸ βλεφάροις φοίνικ’, ἐρύθημα προσώπου, ἐν Εὐρ. Φοιν. 1488). 3) αἱματηρός, φόνιος, πόλεμος, κτλ., Ἰλ. Ι. 650· ἔρις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 699· βλαχαί, ὁ αὐτ. Θ. 348.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
I. sanglant;
1 arrosé, couvert de sang;
2 marqué par l’effusion du sang (meurtre);
3 rouge comme du sang;
II. de sang, sanguin.
Étymologie: αἷμα.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: bloody, bleeding; met. ἤματα, πόλεμος.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτόεις) -εσσα, -εν
I 1ensangrentado, manchado de sangre χείρ Il.5.82, τεύχεα Il.22.369, αἰδοῖα Tyrt.6.25
•fig. αἱματόεν δ' ἕλκος ἀναστένομεν lloramos una herida sangrienta (la muerte de unos amigos), Archil.7.8, βλαχαὶ δ' αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων vagidos ensangrentados de los infantes A.Th.348.
2 de sangre ψιάδας Il.16.459, Hes.Sc.384, σμῶδιξ Il.2.267, ῥαθάμιγγες Hes.Th.183, λοιβή libación de sangre Nonn.D.17.160
•como sangre ἰχὼρ Προμηθῆος el icor de Prometeo como sangre A.R.3.853
•rojo sangre, encarnado αἱ. ῥέθος rostro enrojecido S.Ant.528, σῦριγξ αἱ. vena rojiza como sangre A.R.4.1647, de una rosa AP 6.154 (Leon.).
II sangriento, feroz, encarnizado πόλεμος Il.9.650, Mimn.13.7, φόνος Tyrt.8.11, Δῆρις Emp.B 122, ἔρις A.A.699, ὅμιλος Theoc.22.7, ἀγών Nonn.D.40.219.
Greek Monotonic
αἱμᾰτόεις: -όεσσα, -όεν, συνηρ. αἱματοῦς, -οῦσσα, -οῦν 1. = αἱματηρός, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του αίματος ή αυτός που αποτελείται από αίμα, στο ίδ.
3. αιματηρός, φονικός, δολοφονικός, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτόεις: όεσσα, όεν, стяж. αἱματοῦς
1) кровавый (ψιάδες Hom.; χάλαζα Soph.);
2) окровавленный (χείρ Hom.);
3) кровопролитный (πόλεμος Hom.; ἤματα Hom., Plut.; ἔρις Aesch.);
4) кроваво-красный (σμῶδιξ Hom.; ῥέθος Soph.; φύλλα ῥόδων Anth.).
Middle Liddell
1. contr. αἱματοῦς, οῦσσα, οῦν, = αἱματηρός Il.
2. blood-red or of blood, Il.
3. bloody, murderous, Il.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματόεις -όεσσα -όεν, contr. αἱματοῦς -οῦσσα -οῦν αἷμα vol bloed, bloedig, bloederig, bloed-:; αἱματόεσσα... χείρ πεδίῳ πέσε onder het bloed viel de arm op de grond Il. 5.82; σμῶδιξ... αἱματόεσσα een bloedige striem Il. 2.267; αἱματοέσσας... ψιάδας (een regen van) bloeddruppels Il. 16.459; πόλεμος αἱματόεις de bloedige oorlog Il. 9.650; overdr. : αἱμοτόεν ῥέθος haar bloedrode (d.w.z. blozende) gezicht Soph. Ant. 528.