πηγεσίμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pigesimallos
|Transliteration C=pigesimallos
|Beta Code=phgesi/mallos
|Beta Code=phgesi/mallos
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thick-fleeced]], ἀρνειός <span class="bibl">Il.3.197</span> ; cf. [[πηγός]].</span>
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thick-fleeced]], ἀρνειός <span class="bibl">Il.3.197</span>; cf. [[πηγός]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:45, 22 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγεσίμαλλος Medium diacritics: πηγεσίμαλλος Low diacritics: πηγεσίμαλλος Capitals: ΠΗΓΕΣΙΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: pēgesímallos Transliteration B: pēgesimallos Transliteration C: pigesimallos Beta Code: phgesi/mallos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A thick-fleeced, ἀρνειός Il.3.197; cf. πηγός.

German (Pape)

[Seite 608] dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, ἀρνειός, Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.

Greek (Liddell-Scott)

πηγεσίμαλλος: -ον, ὁ πυκνὸν ἔχων μαλλόν, πυκνόμαλλος, ἀρνειὸς Ἰλ. Γ. 197· πρβλ. πηγός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’épaisse toison.
Étymologie: πήγνυμι, μαλλός.

English (Autenrieth)

(πήγνῦμι): thickfleeced, Il. 3.197†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγνυμι, με παρέκταση -εσι- κατά τα συνθ. του τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ-μαλλος].

Greek Monotonic

πηγεσίμαλλος: -ον, αυτός που έχει πυκνά μαλλιά, ἀρνειός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πηγεσίμαλλος: (ῐ) πήγνυμι густорунный (ἀρνειός Hom.).

Middle Liddell

πηγεσί-μαλλος, ον,
thick-fleeced, ἀρνειός Il.