πεδότριψ: Difference between revisions
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pedotrips | |Transliteration C=pedotrips | ||
|Beta Code=pedo/triy | |Beta Code=pedo/triy | ||
|Definition=-ιβος, ὁ and ἡ, (< [[πέδη]], [[τρίβω]]) [[wearing out fetters]], Com. | |Definition=-ιβος, ὁ and ἡ, (< [[πέδη]], [[τρίβω]]) [[wearing out fetters]], Com. [[epithet]] of good-for-nothing slaves, Luc. ''Sat.'' 8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:30, 23 May 2021
English (LSJ)
-ιβος, ὁ and ἡ, (< πέδη, τρίβω) wearing out fetters, Com. epithet of good-for-nothing slaves, Luc. Sat. 8.
German (Pape)
[Seite 542] ιβος, ὁ u. ἡ, die Fußfesseln abnutzend, komisch von nichtsnutzigen Sklaven, die oft in Fußfesseln stecken od. gefesselt zu werden verdienen, Luc. Saturn. 8; vgl. Moeris 331.
Greek (Liddell-Scott)
πεδότριψ: -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, (πέδη, τρίβω) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, πέδων, -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ πέδων, ὁ αὐτὸς καὶ ὀψιπέδων» Φώτ.· πρβλ. τριπέδων, κέντρων.
French (Bailly abrégé)
ιβος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui use les entraves (à force de les porter) càd mauvais esclave.
Étymologie: πέδη, τρίβω.
Greek Monolingual
-ιβος, ὁ, ἡ, Α
(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + -τριψ, -βος (< τρίβω), πρβλ. σκευό-τριψ].
Russian (Dvoretsky)
πεδότριψ: τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδότριψ -ῐβος [πέδη, τρίβω] als adj. voetboeien verslijtend.