ἐπιτυχία: Difference between revisions
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitychia | |Transliteration C=epitychia | ||
|Beta Code=e)pituxi/a | |Beta Code=e)pituxi/a | ||
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[luck]], [[chance]], ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί Hp.Morb.1.1.<br><span class="bld">2</span> [[success]], opp. [[ἀποτυχίη]], Democr.275; ἐν ταῖς μάχαις Plb.1.6.4; τῶν μαντευμάτων D.H.3.70; ἔργων OG1678.2 (Egypt, ii A.D.): pl., Phld.Po.2.33; [[advantage]], Ph.2.326.<br><span class="bld">b</span> [[κατ' ἐπιτυχίαν]] = [[casually]], [[by a fortunate coincidence]], Plot.2.3.7.<br><span class="bld">3</span> [[undertaking]], ματαία ἐπιτυχία BGU1060.3(i B.C.). | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[luck]], [[chance]], ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί Hp.Morb.1.1.<br><span class="bld">2</span> [[success]], opp. [[ἀποτυχία]], [[ἀποτυχίη]], Democr.275; ἐν ταῖς μάχαις Plb.1.6.4; τῶν μαντευμάτων D.H.3.70; ἔργων OG1678.2 (Egypt, ii A.D.): pl., Phld.Po.2.33; [[advantage]], Ph.2.326.<br><span class="bld">b</span> [[κατ' ἐπιτυχίαν]] = [[casually]], [[by a fortunate coincidence]], Plot.2.3.7.<br><span class="bld">3</span> [[undertaking]], ματαία ἐπιτυχία BGU1060.3(i B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:10, 9 July 2021
English (LSJ)
ἡ,
A luck, chance, ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί Hp.Morb.1.1.
2 success, opp. ἀποτυχία, ἀποτυχίη, Democr.275; ἐν ταῖς μάχαις Plb.1.6.4; τῶν μαντευμάτων D.H.3.70; ἔργων OG1678.2 (Egypt, ii A.D.): pl., Phld.Po.2.33; advantage, Ph.2.326.
b κατ' ἐπιτυχίαν = casually, by a fortunate coincidence, Plot.2.3.7.
3 undertaking, ματαία ἐπιτυχία BGU1060.3(i B.C.).
German (Pape)
[Seite 998] ἡ, die Erreichung eines Zweckes oder Wunsches, Glück bei Etwas, Pol. 1, 6, 4 u. öfter, wie a. Sp.; τῶν μαντευμάτων D. Hal. 3, 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτῠχία: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πολύβ. 1. 6, 4, Διον. Ἁλ. 3. 70, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιτυχία) επιτυχής
αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῖς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.)
μσν.
σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῦ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», Φώτ.)
αρχ.
1. τύχη, ευτυχία («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)
2. πλεονέκτημα, υπεροχή, κέρδος
3. έργο, επιχείρηση.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτυχία: ἡ преуспеяние, успех, удача Polyb.