αϋτμή: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀϋτμή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[πνοή]], [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> «πυρὸς [[ἀϋτμή]]», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» — η θερμή [[πνοή]] του Ηφαίστου, η [[ζέστη]] από τη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> [[άρωμα]], ευωδιά<br /><b>4.</b> [[οσμή]], [[μυρωδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο —λόγω της μορφής και της σημασίας— με τις «γλώσσες» του Ησυχίου <i>αετμός</i>, <i>άετμα</i> ( | |mltxt=[[ἀϋτμή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[πνοή]], [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> «πυρὸς [[ἀϋτμή]]», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» — η θερμή [[πνοή]] του Ηφαίστου, η [[ζέστη]] από τη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> [[άρωμα]], ευωδιά<br /><b>4.</b> [[οσμή]], [[μυρωδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο —λόγω της μορφής και της σημασίας— με τις «γλώσσες» του Ησυχίου <i>αετμός</i>, <i>άετμα</i> ([[πρβλ]]. «[[αετμόν]]<br />το [[πνεύμα]]», «<i>άετμα</i><br />[[φλόξ]]», <b>βλ.</b> και λ. [[ατμός]]), όσο και με το [[άημι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἀϋτμή, η (Α)
1. πνοή, αναπνοή
2. «πυρὸς ἀϋτμή», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» — η θερμή πνοή του Ηφαίστου, η ζέστη από τη φωτιά
3. άρωμα, ευωδιά
4. οσμή, μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο —λόγω της μορφής και της σημασίας— με τις «γλώσσες» του Ησυχίου αετμός, άετμα (πρβλ. «αετμόν
το πνεύμα», «άετμα
φλόξ», βλ. και λ. ατμός), όσο και με το άημι].