γδοῦπος: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM γδοῡπος)<br />[[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[χτύπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. του [[δούπος]]. Το αρχικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>γδ</i>- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[κτυπώ]], [[κτύπος]]: [[τύπος]]). Μικρός [[είναι]] ο [[αριθμός]] τών συνθέτων σε -<i>γδουπος</i> [[έναντι]] εκείνων σε -<i>δουπος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό: -<i>γδουπος</i>) [[βαρύγδουπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλίγδουπος]], [[ερίγδουπος]], [[μασίγδουπος]], [[μελίγδουπος]].
|mltxt=ο (AM γδοῡπος)<br />[[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[χτύπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. του [[δούπος]]. Το αρχικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>γδ</i>- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[κτυπώ]], [[κτύπος]]: [[τύπος]]). Μικρός [[είναι]] ο [[αριθμός]] τών συνθέτων σε -<i>γδουπος</i> [[έναντι]] εκείνων σε -<i>δουπος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό: -<i>γδουπος</i>) [[βαρύγδουπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλίγδουπος]], [[ερίγδουπος]], [[μασίγδουπος]], [[μελίγδουπος]].
}}
}}

Revision as of 08:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γδοῦπος Medium diacritics: γδοῦπος Low diacritics: γδούπος Capitals: ΓΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: gdoûpos Transliteration B: gdoupos Transliteration C: gdoypos Beta Code: gdou=pos

English (LSJ)

γδουπέω, poet. forms for δοῦπος, δουπέω (esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω) A, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.

Greek (Liddell-Scott)

γδοῦπος: γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ δοῦπος, δουπέω (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἰλ. Λ. 45.

French (Bailly abrégé)

v. δοῦπος.

Greek Monolingual

ο (AM γδοῡπος)
βαρύς, υπόκωφος χτύπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. του δούπος. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε -γδουπος έναντι εκείνων σε -δουπος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: -γδουπος) βαρύγδουπος
αρχ.
αλίγδουπος, ερίγδουπος, μασίγδουπος, μελίγδουπος.