γιατρός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. [[γιατρίνα]] και [[γιάτρισσα]]) (AM [[ιατρός]])<br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] στη [[διάγνωση]] και [[θεραπεία]] τών διαφόρων νόσων<br /><b>2.</b> αυτός που καταπραΰνει, που ανακουφίζει τα ψυχικά [[πάθη]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[γέρος]], δαιμοναρία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιάομαι</i> <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>τρός</i>, με [[ανάπτυξη]] του -<i>j</i>- [[μετά]] από [[συνίζηση]] του συμπλέγματος <i>ια</i> - (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιατρικός]]-[[γιατρικός]], [[ιατροσόφι]] -[[γιατροσόφι]], <i>ιατρειά</i>-[[γιατρειά]], [[ιατρεύω]]-[[γιατρεύω]], <i>ίασις</i>-[[γιάση]]].
|mltxt=ο (θηλ. [[γιατρίνα]] και [[γιάτρισσα]]) (AM [[ιατρός]])<br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] στη [[διάγνωση]] και [[θεραπεία]] τών διαφόρων νόσων<br /><b>2.</b> αυτός που καταπραΰνει, που ανακουφίζει τα ψυχικά [[πάθη]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[γέρος]], δαιμοναρία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιάομαι</i> <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>τρός</i>, με [[ανάπτυξη]] του -<i>j</i>- [[μετά]] από [[συνίζηση]] του συμπλέγματος <i>ια</i> - ([[πρβλ]]. [[ιατρικός]]-[[γιατρικός]], [[ιατροσόφι]] -[[γιατροσόφι]], <i>ιατρειά</i>-[[γιατρειά]], [[ιατρεύω]]-[[γιατρεύω]], <i>ίασις</i>-[[γιάση]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (θηλ. γιατρίνα και γιάτρισσα) (AM ιατρός)
1. ο ειδικός στη διάγνωση και θεραπεία τών διαφόρων νόσων
2. αυτός που καταπραΰνει, που ανακουφίζει τα ψυχικά πάθη
3. το φυτό γέρος, δαιμοναρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι + (επίθημα) -τρός, με ανάπτυξη του -j- μετά από συνίζηση του συμπλέγματος ια - (πρβλ. ιατρικός-γιατρικός, ιατροσόφι -γιατροσόφι, ιατρειά-γιατρειά, ιατρεύω-γιατρεύω, ίασις-γιάση].