θελξίνους: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θελξίνους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νους]]), | |mltxt=[[θελξίνους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νους]]), [[πρβλ]]. <i>βραδύ</i>-[[νους]], <i>μικρό</i>-[[νους]]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θελξί-νους, ουν<br />[[charming]] the [[heart]], Anth. | |mdlsjtxt=θελξί-νους, ουν<br />[[charming]] the [[heart]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 23 August 2021
English (LSJ)
-ουν, contr. from θελξίνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
qui charme l’esprit ou le cœur.
Étymologie: θέλγω, νοῦς.
Greek Monolingual
θελξίνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νους, μικρό-νους].