θρύαλλον: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θρύαλλον]], τὸ (Α)<br />[[βροχή]] πυκνής στάχτης και φωτιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρύον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλλον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γνάφ</i>-<i>αλλον</i>) ή <span style="color: red;"><</span> [[θρυαλλίς]], με υποχωρητικό σχηματισμό].
|mltxt=[[θρύαλλον]], τὸ (Α)<br />[[βροχή]] πυκνής στάχτης και φωτιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρύον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλλον</i> ([[πρβλ]]. <i>γνάφ</i>-<i>αλλον</i>) ή <span style="color: red;"><</span> [[θρυαλλίς]], με υποχωρητικό σχηματισμό].
}}
}}

Revision as of 09:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρύαλλον Medium diacritics: θρύαλλον Low diacritics: θρύαλλον Capitals: ΘΡΥΑΛΛΟΝ
Transliteration A: thrýallon Transliteration B: thryallon Transliteration C: thryallon Beta Code: qru/allon

English (LSJ)

τό, A shower of smuts from a distant bonfire, Vett.Val. 345.22.

Greek Monolingual

θρύαλλον, τὸ (Α)
βροχή πυκνής στάχτης και φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + -αλλον (πρβλ. γνάφ-αλλον) ή < θρυαλλίς, με υποχωρητικό σχηματισμό].