θυσανόεις: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυσανόεις]] και για μετρ. λόγ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, [[κροσσωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύσανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ( | |mltxt=[[θυσανόεις]] και για μετρ. λόγ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, [[κροσσωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύσανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. <i>αιματ</i>-<i>όεις</i>, <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:50, 23 August 2021
English (LSJ)
Ep. θυσσανόεις, εσσα, εν, A tasseled, fringed, Hom. (only in Il.), αἰγίδα θυσσανόεσσαν 15.229, 17.593, al.; ἀσπίδα (v.l. αἰγίδα) θ. 21.400.
German (Pape)
[Seite 1228] εσσα, εν, ep. nur θυσσανόεσσα, mit Troddeln u. Quasten versehen, Hom. θυσσανόεσσα αἰγίς Il. 15, 229. 17, 593 u. öfter, ἀσπίς 21, 400.
Greek (Liddell-Scott)
θῠσανόεις: Ἐπικ. θυσσανόεις, εσσα, εν, μετὰ θυσάνων, κροσσωτός, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· αἰγίδα θυσσανόεσσαν Ο. 229· Ρ. 593, κτλ.· ἀσπίδα θ. Φ. 400.
French (Bailly abrégé)
épq. θυσσανόεις;
όεσσα, όεν;
garni de franges.
Étymologie: θύσανος.
English (Autenrieth)
εσσα (θύσανος): tasselled, many-tasselled, of the aegis. (Il.)
Greek Monolingual
θυσανόεις και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αιματ-όεις, αστερ-όεις)].
Greek Monotonic
θῠσανόεις: Επικ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
θῠσᾰνόεις: эп. θυσσᾰνόεις, όεσσα, όεν снабженный кистями или украшенный бахромой (αἰγίς, ἀσπίς Hom.).