καλλίκερως: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[καλλίκερως]])<br />αυτός που έχει ωραία κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> καλλ(ι)- <span style="color: red;">+</span> -κερως (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], <b>[[πρβλ]].</b> αττ. γεν. <i>κέρως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κέρα</i>-<i>ος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[ολιγόκερως]] [[ορθόκερως]]].
|mltxt=ο, η (Α [[καλλίκερως]])<br />αυτός που έχει ωραία κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> καλλ(ι)- <span style="color: red;">+</span> -κερως (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], [[πρβλ]]. αττ. γεν. <i>κέρως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κέρα</i>-<i>ος</i>), [[πρβλ]]. [[ολιγόκερως]] [[ορθόκερως]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίκερως Medium diacritics: καλλίκερως Low diacritics: καλλίκερως Capitals: ΚΑΛΛΙΚΕΡΩΣ
Transliteration A: kallíkerōs Transliteration B: kallikerōs Transliteration C: kallikeros Beta Code: kalli/kerws

English (LSJ)

= καλλικέρας (with beautiful horns), ταῦρος, ἔλαφος, AP7.744 (D.L.), 9.603(Antip.). II = τῆλις, Gal.12.426.

German (Pape)

[Seite 1310] ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίκερως: ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ κέρατα, Ἀνθ. Π. 7. 744., 9. 603. ΙΙ. = αἰγόκερως, Γαλην. τ. 13. 355.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ, ἡ)
acc. ων;
aux belles cornes.
Étymologie: καλός, κέρας.

Greek Monolingual

ο, η (Α καλλίκερως)
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < κέρα-ος), πρβλ. ολιγόκερως ορθόκερως].

Greek Monotonic

καλλίκερως: ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίκερως: adj. (gen. ω, acc. ων) с красивыми рогами (ἔλαφος, ταῦρος Anth.).

Middle Liddell

κέρας
with beautiful horns, Anth.