λεοπάρδαλη: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ζωολ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του σαρκοφάγου θηλαστικού Leo pardus ή Panthera pardus, της οικογένειας αιλουροειδή, αλλ. [[πάνθηρας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θαλάσσια [[λεοπάρδαλη]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] είδους φώκιας με γκρίζο [[τρίχωμα]] και μαύρες κηλίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεόπαρδος]], με [[επίδραση]] του αρχ. τ. [[πάρδαλις]]. Για τη σημ. «[[λεοπάρδαλη]]» δανείστηκαν οι ευρωπ. γλώσσες τον τ. [[λεόπαρδος]] μέσω του λατ. <i>leopardus</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>leopard</i>)].
|mltxt=η<br /><b>ζωολ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του σαρκοφάγου θηλαστικού Leo pardus ή Panthera pardus, της οικογένειας αιλουροειδή, αλλ. [[πάνθηρας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θαλάσσια [[λεοπάρδαλη]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] είδους φώκιας με γκρίζο [[τρίχωμα]] και μαύρες κηλίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεόπαρδος]], με [[επίδραση]] του αρχ. τ. [[πάρδαλις]]. Για τη σημ. «[[λεοπάρδαλη]]» δανείστηκαν οι ευρωπ. γλώσσες τον τ. [[λεόπαρδος]] μέσω του λατ. <i>leopardus</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>leopard</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:02, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ζωολ.
1. κοινή ονομασία του σαρκοφάγου θηλαστικού Leo pardus ή Panthera pardus, της οικογένειας αιλουροειδή, αλλ. πάνθηρας
2. φρ. «θαλάσσια λεοπάρδαλη» — κοινή ονομασία είδους φώκιας με γκρίζο τρίχωμα και μαύρες κηλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεόπαρδος, με επίδραση του αρχ. τ. πάρδαλις. Για τη σημ. «λεοπάρδαλη» δανείστηκαν οι ευρωπ. γλώσσες τον τ. λεόπαρδος μέσω του λατ. leopardus (πρβλ. αγγλ. leopard)].