Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεφαλαλγής: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεφαλαλγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γονυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>οσφυ</i>-<i>αλγής</i>].
|mltxt=[[κεφαλαλγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]), [[πρβλ]]. <i>γονυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>οσφυ</i>-<i>αλγής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλαλγής Medium diacritics: κεφαλαλγής Low diacritics: κεφαλαλγής Capitals: ΚΕΦΑΛΑΛΓΗΣ
Transliteration A: kephalalgḗs Transliteration B: kephalalgēs Transliteration C: kefalalgis Beta Code: kefalalgh/s

English (LSJ)

ές, A suffering from headache, Plu.2.147f, Ruf. ap. Orib.7.26.129, 143. II Act., causing headache, X.An.2.3.15, Thphr.HP8.4.6, Diph.Siph. ap. Ath.2.54a, Ph.1.390, 2.99, Plu.2.133c, Gal.17(2).818, etc. (-αλγός is a common f.l.).

German (Pape)

[Seite 1427] ές, 1) an Kopfschmerz leidend; Medic.; S. Emp. pyrrh. 2, 52. – 2) akt., Kopfschmerz verursachend; Xen. An. 2, 3, 15; Diphil. bei Ath. II, 54 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαλγής: -ές, ὁ πάσχων ἐκ κεφαλαλγίας, Πλούτ. 2. 147F, καὶ Ἰατρ. ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν κεφαλαλγίαν, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ κεφαλαλγὸς ἐν Πλουτ. 2. 133C, Ροῦφ. σελ. 51, 59 Matth.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui a mal à la tête;
2 qui fait mal à la tête.
Étymologie: κεφαλή, ἄλγος.

Greek Monolingual

κεφαλαλγής, -ές (Α)
1. αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + -αλγής (< άλγος), πρβλ. γονυ-αλγής, οσφυ-αλγής].

Greek Monotonic

κεφᾰλαλγής: -ές (ἀλγέω), αυτός που προκαλεί πονοκέφαλο, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαλγής -ές [κεφαλαλγία] hoofdpijn hebbend. hoofdpijn veroorzakend:. καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδὺ μέν, κεφαλαλγὲς δέ en het was ook lekker bij de drank, maar het bezorgde je hoofdpijn Xen. An. 2.3.15.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαλγής:
1) причиняющий головную боль Xen., Plut.;
2) страдающий головной болью Plut., Sext.

Middle Liddell

κεφᾰλ-αλγής, ές ἀλγέω
causing headache, Xen.