κομματίας: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κομματίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις [[κατά]] την [[ομιλία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμμα]], -<i>ατος</i> «μικρό [[μέρος]] περιόδου, κώλον» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ( | |mltxt=[[κομματίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις [[κατά]] την [[ομιλία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμμα]], -<i>ατος</i> «μικρό [[μέρος]] περιόδου, κώλον» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. <i>δογματ</i>-<i>ίας</i>, <i>τραυματ</i>-<i>ίας</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, (A κόμμα 11.3) one who speaks in short clauses, Philostr.VS2.29.
German (Pape)
[Seite 1478] ὁ, der viele Absätze, Einschnitte in der Rede macht, σοφιστής Philostr. soph. 2, 29.
Greek (Liddell-Scott)
κομμᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ μεταχειριζόμενος βραχείας προτάσεις, Φιλόστρ. 621.
Greek Monolingual
κομματίας, ὁ (Α)
αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις κατά την ομιλία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, -ατος «μικρό μέρος περιόδου, κώλον» + επίθημα -ίας (πρβλ. δογματ-ίας, τραυματ-ίας)].