κρειοδόκος: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρειοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κρειοδόκος]] ἐσχάρη» — [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούνται κομμάτια [[κρέας]] για [[ψήσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρειο</i>- ( | |mltxt=[[κρειοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κρειοδόκος]] ἐσχάρη» — [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούνται κομμάτια [[κρέας]] για [[ψήσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρειο</i>- ([[πρβλ]]. <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>βου</i>-[[δόκος]], <i>μηλο</i>-[[δόκος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A containing flesh, AP6.306.8 (Aristo).
Greek (Liddell-Scott)
κρειοδόκος: -ον, περιέχων, περιλαμβάνων, δεχόμενος κρέατα, Ἀνθ. Π. 6. 306· πρβλ. κρεηδόκος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit ou conserve de la viande.
Étymologie: κρέας, δέκομαι.
Greek Monolingual
κρειοδόκος, -ον (Α)
φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» — σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο- (πρβλ. κρεο-) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βου-δόκος, μηλο-δόκος.
Russian (Dvoretsky)
κρειοδόκος: Anth. = κρεηδόκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρειοδόκος -ον [κρέας, δέχομαι] vlees bevattend.