κτηνοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[κτηνοβάτης]])<br />[[άνθρωπος]] που συνουσιάζεται με ζώο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[στυλοβάτης]], [[σχοινοβάτης]].
|mltxt=ο (Μ [[κτηνοβάτης]])<br />[[άνθρωπος]] που συνουσιάζεται με ζώο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[στυλοβάτης]], [[σχοινοβάτης]].
}}
}}

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηνοβάτης Medium diacritics: κτηνοβάτης Low diacritics: κτηνοβάτης Capitals: ΚΤΗΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: ktēnobátēs Transliteration B: ktēnobatēs Transliteration C: ktinovatis Beta Code: kthnoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (A βαίνω A.11.1) one guilty of bestiality, one who commits bestiality, zoophile, bestialist, zoosexual Sch.Ar. Ra.432, 965.

German (Pape)

[Seite 1519] mit Thieren Unzucht treibend, Schol. Ar. Ran. 432.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, (βαίνω ΙΙ. 1), ὁ ἐκτελῶν παρὰ φύσιν μῖξιν μετὰ κτήνους, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 432, 965· ― ἐντεῦθεν κτηνοβατέω, Achmes Ὀνειρ. 132· κτηνοβασία, ἡ, συνουσία μετὰ κτήνους, Ἐκκλ

Greek Monolingual

ο (Μ κτηνοβάτης)
άνθρωπος που συνουσιάζεται με ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. στυλοβάτης, σχοινοβάτης.