λειόμιτος: Difference between revisions
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειόμιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το [[στημόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> [[μίτος]] «[[κλωστή]] του στημονιού, [[νήμα]]» ( | |mltxt=[[λειόμιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το [[στημόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> [[μίτος]] «[[κλωστή]] του στημονιού, [[νήμα]]» ([[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>μιτος</i>, [[λεπτό]]-<i>μιτος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:21, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A smoothing the warp, κάμακες AP6.247 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 24] die Fäden des Gewebes glättend, glatt machend, κάμακες, Philp. 18 (VI, 247).
Greek (Liddell-Scott)
λειόμῐτος: -ον, ὁ λειαίνων τὸ στημόνιον, κάμαξ Ἀνθ. Π. 6. 247.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tend ou aplanit les fils d’une trame.
Étymologie: λεῖος, μίτος.
Greek Monolingual
λειόμιτος, -ον (Α)
αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το στημόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + μίτος «κλωστή του στημονιού, νήμα» (πρβλ. αμφί-μιτος, λεπτό-μιτος)].
Greek Monotonic
λειόμῐτος: -ον, αυτός που ισιώνει τους μίτους του υφάσματος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λειόμῐτος: разглаживающий основу (ткани) (κάμαξ Anth.).
Middle Liddell
λειό-μῐτος, ον
smoothing the warp, Anth.