λινόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινόπτερος]], -ον (Α)<br />(ποιητ. για πλοία) αυτός που έχει λινά [[ιστία]] ως πτέρυγες («λινόπτερα ναυτίλων ὀχήματα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανό</i>-<i>πτερος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πτερος</i>].
|mltxt=[[λινόπτερος]], -ον (Α)<br />(ποιητ. για πλοία) αυτός που έχει λινά [[ιστία]] ως πτέρυγες («λινόπτερα ναυτίλων ὀχήματα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), [[πρβλ]]. <i>κυανό</i>-<i>πτερος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πτερος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:32, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόπτερος Medium diacritics: λινόπτερος Low diacritics: λινόπτερος Capitals: ΛΙΝΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: linópteros Transliteration B: linopteros Transliteration C: linopteros Beta Code: lino/pteros

English (LSJ)

ον, A sail-winged, λ. ναυτίλων ὀχήματα A.Pr.468.

German (Pape)

[Seite 49] mit leinenen Flügeln, ναυτίλων ὀχήματα, d. i. mit Segeln, Aesch. Prom. 466.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπτερος: -ον, ὁ ἔχων τὰ λινᾶ ἱστία ὡς πτέρυγας, λ. ναυτίλων ὀχήματα, «τὰ δίκην πτερῶν λινᾶ ἱστία ἔχοντα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 468.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes (càd aux voiles) de lin.
Étymologie: λίνον, πτερόν.

Greek Monolingual

λινόπτερος, -ον (Α)
(ποιητ. για πλοία) αυτός που έχει λινά ιστία ως πτέρυγες («λινόπτερα ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. κυανό-πτερος, χρυσό-πτερος].

Greek Monotonic

λῐνόπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει λινά πανιά, λέγεται για πλοία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόπτερος: с льняными крыльями, окрыленный парусами (ναυτίλων ὀχήματα Aesch.).

Middle Liddell

λῐνό-πτερος, ον πτερόν
sail-winged, of ships, Aesch.

English (Woodhouse)

furnished with sails

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)