μασταρύζω: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μασταρύζω]] και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)<br /><b>1.</b> (για γέροντα) [[προφέρω]] [[κάτι]] ασαφώς σαν να έχω το [[στόμα]] μου γεμάτο, [[τραυλίζω]], φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ [[γήρως]] μασταρύζει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[μαστηρύζειν]]<br />τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῖοι»<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μασταρίζειν]]<br />μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν<br />ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾱσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μαστάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάσταξ]]) με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ρυ</i>- [[πριν]] από την κατάλ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[κελαρύζω]])].
|mltxt=[[μασταρύζω]] και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)<br /><b>1.</b> (για γέροντα) [[προφέρω]] [[κάτι]] ασαφώς σαν να έχω το [[στόμα]] μου γεμάτο, [[τραυλίζω]], φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ [[γήρως]] μασταρύζει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[μαστηρύζειν]]<br />τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῖοι»<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μασταρίζειν]]<br />μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν<br />ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾱσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μαστάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάσταξ]]) με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ρυ</i>- [[πριν]] από την κατάλ. ([[πρβλ]]. [[κελαρύζω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστᾰρύζω Medium diacritics: μασταρύζω Low diacritics: μασταρύζω Capitals: ΜΑΣΤΑΡΥΖΩ
Transliteration A: mastarýzō Transliteration B: mastaryzō Transliteration C: mastaryzo Beta Code: mastaru/zw

English (LSJ)

A mumble, like one with his mouth full, of an old man, Ar.Ach.689; cf. μασταρίζειν· μαστιχᾶσθαι, καὶ τρέμειν, κτλ., Hsch.:— also μαστηρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι (Cyren.), Phot.

Greek (Liddell-Scott)

μαστᾰρύζω: ὡς τὸ τονθορύζω, προφέρω ἀσαφῶς, ὡς ὁ ἔχων τὸ στόμα αὑτοῦ πλῆρες, ἐπὶ γέροντος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· - «μασταρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι» Φώτ.· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει μασταρίζειν (διὰ τοῦ ι) καὶ ἑρμηνεύει «μαστιχᾶσθαι. τρέμειν. ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».

French (Bailly abrégé)

mâcher péniblement, mâchonner.
Étymologie: μάσσω.

Greek Monolingual

μασταρύζω και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)
1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν
τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῖοι»
3. (κατά τον Ησύχ.) «μασταρίζειν
μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν
ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾱσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μαστάζω (< μάσταξ) με εκφραστικό επίθημα -ρυ- πριν από την κατάλ. (πρβλ. κελαρύζω)].

Greek Monotonic

μαστᾰρύζω: μόνο σε ενεστ., μουρμουρίζω, λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

μαστᾰρύζω: вяло жевать губами, бормотать, мямлить (ὑπὸ γήρως Arph.).

Middle Liddell

μαστᾰρύζω,
only in pres., to mumble, of an old man, Ar. [Formed from the sound.]