μελανιά: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μελανία]], η (ΑM [[μελανία]])<br />μαύρο [[στίγμα]] από [[μελάνι]], μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μελανότητα]] του δέρματος, [[ιδίως]] από [[πίεση]] ή [[χτύπημα]], [[μελάνιασμα]]<br /><b>2.</b> (στον τ. [[μελανία]]) α) ο μελανιάς<br />β) <b>ζωολ.</b> [[γένος]] προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μαυρίλα]], [[μελανότητα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[λευκότητα]] («διὰ τῶν λίθων τὴν ἀπὸ τῶν ἐκπυρώσεων μελανίαν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μαύρο [[νέφος]]<br /><b>2.</b> μαύρη βαφική ύλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μελανία]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>) με [[συνίζηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καρδία]] - [[καρδιά]], [[πονηρία]] - <i>πονηριά</i>)].
|mltxt=και [[μελανία]], η (ΑM [[μελανία]])<br />μαύρο [[στίγμα]] από [[μελάνι]], μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μελανότητα]] του δέρματος, [[ιδίως]] από [[πίεση]] ή [[χτύπημα]], [[μελάνιασμα]]<br /><b>2.</b> (στον τ. [[μελανία]]) α) ο μελανιάς<br />β) <b>ζωολ.</b> [[γένος]] προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μαυρίλα]], [[μελανότητα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[λευκότητα]] («διὰ τῶν λίθων τὴν ἀπὸ τῶν ἐκπυρώσεων μελανίαν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μαύρο [[νέφος]]<br /><b>2.</b> μαύρη βαφική ύλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μελανία]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>) με [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. [[καρδία]] - [[καρδιά]], [[πονηρία]] - <i>πονηριά</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:03, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μελανία, η (ΑM μελανία)
μαύρο στίγμα από μελάνι, μαύρη κηλίδα
νεοελλ.
1. μελανότητα του δέρματος, ιδίως από πίεση ή χτύπημα, μελάνιασμα
2. (στον τ. μελανία) α) ο μελανιάς
β) ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών
μσν.-αρχ.
μαυρίλα, μελανότητα, σε αντιδιαστολή προς τη λευκότητα («διὰ τῶν λίθων τὴν ἀπὸ τῶν ἐκπυρώσεων μελανίαν», Στράβ.)
αρχ.
1. μαύρο νέφος
2. μαύρη βαφική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μελανία (< μέλας, -ανος + κατάλ. -ία) με συνίζηση (πρβλ. καρδία - καρδιά, πονηρία - πονηριά)].