μελανιάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον μαύρο ή μελανωπό («τον μελάνιασε στο [[ξύλο]]»)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[μαύρος]] ή [[μελανωπός]] («μελάνιασα από το [[κρύο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μελανιώ]] [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>άζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δειλιῶ</i>: [[δειλιάζω]], [[χολιώ]]: [[χολιάζω]])].
|mltxt=<b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον μαύρο ή μελανωπό («τον μελάνιασε στο [[ξύλο]]»)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[μαύρος]] ή [[μελανωπός]] («μελάνιασα από το [[κρύο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μελανιώ]] [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>άζω</i> ([[πρβλ]]. <i>δειλιῶ</i>: [[δειλιάζω]], [[χολιώ]]: [[χολιάζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:04, 23 August 2021

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι ή κάποιον μαύρο ή μελανωπό («τον μελάνιασε στο ξύλο»)
2. γίνομαι μαύρος ή μελανωπός («μελάνιασα από το κρύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μελανιώ κατά τα ρήματα σε -άζω (πρβλ. δειλιῶ: δειλιάζω, χολιώ: χολιάζω)].