3,253,626
edits
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> προσβάλλομαι από [[χτικιό]], από [[φυματίωση]] («χτίκιασε και πέθανε [[νέος]]»)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[βασανίζω]] πολύ, [[ταλαιπωρώ]] κάποιον («μέ χτίκιασε αυτή η δουλειά»)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («αυτόν τον [[μήνα]] κουράστηκα, χτίκιασα»)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[χτικιασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[φυματικός]]<br />β) πολύ εξασθενημένος, πολύ [[αδύνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χτικιάζω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από το επίθ. <i>εκτική</i> ([[νόσος]]) «[[συνεχής]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>έξη</i> «[[συνήθεια]]»), με ρηματ. κατάλ. -[[ιάζω]], σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ε</i>- και ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>κ</i>- στο διαρκές -<i>χ</i>- ( | |mltxt=Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> προσβάλλομαι από [[χτικιό]], από [[φυματίωση]] («χτίκιασε και πέθανε [[νέος]]»)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[βασανίζω]] πολύ, [[ταλαιπωρώ]] κάποιον («μέ χτίκιασε αυτή η δουλειά»)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («αυτόν τον [[μήνα]] κουράστηκα, χτίκιασα»)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[χτικιασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[φυματικός]]<br />β) πολύ εξασθενημένος, πολύ [[αδύνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χτικιάζω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από το επίθ. <i>εκτική</i> ([[νόσος]]) «[[συνεχής]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>έξη</i> «[[συνήθεια]]»), με ρηματ. κατάλ. -[[ιάζω]], σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ε</i>- και ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>κ</i>- στο διαρκές -<i>χ</i>- ([[πρβλ]]. [[κτίζω]]: [[χτίζω]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το επίθ. [[τηκτικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τηκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] «[[λειώνω]]»), μέσω ενός ρ. <i>τηκτικιάζω</i>, με [[αποβολή]] της πρώτης συλλαβής]. | ||
}} | }} |