χτικιάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> προσβάλλομαι από [[χτικιό]], από [[φυματίωση]] («χτίκιασε και πέθανε [[νέος]]»)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[βασανίζω]] πολύ, [[ταλαιπωρώ]] κάποιον («μέ χτίκιασε αυτή η δουλειά»)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («αυτόν τον [[μήνα]] κουράστηκα, χτίκιασα»)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[χτικιασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[φυματικός]]<br />β) πολύ εξασθενημένος, πολύ [[αδύνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χτικιάζω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από το επίθ. <i>εκτική</i> ([[νόσος]]) «[[συνεχής]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>έξη</i> «[[συνήθεια]]»), με ρηματ. κατάλ. -[[ιάζω]], σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ε</i>- και ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>κ</i>- στο διαρκές -<i>χ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κτίζω]]: [[χτίζω]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το επίθ. [[τηκτικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τηκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] «[[λειώνω]]»), μέσω ενός ρ. <i>τηκτικιάζω</i>, με [[αποβολή]] της πρώτης συλλαβής].
|mltxt=Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> προσβάλλομαι από [[χτικιό]], από [[φυματίωση]] («χτίκιασε και πέθανε [[νέος]]»)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[βασανίζω]] πολύ, [[ταλαιπωρώ]] κάποιον («μέ χτίκιασε αυτή η δουλειά»)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («αυτόν τον [[μήνα]] κουράστηκα, χτίκιασα»)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[χτικιασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[φυματικός]]<br />β) πολύ εξασθενημένος, πολύ [[αδύνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χτικιάζω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από το επίθ. <i>εκτική</i> ([[νόσος]]) «[[συνεχής]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>έξη</i> «[[συνήθεια]]»), με ρηματ. κατάλ. -[[ιάζω]], σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ε</i>- και ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>κ</i>- στο διαρκές -<i>χ</i>- ([[πρβλ]]. [[κτίζω]]: [[χτίζω]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το επίθ. [[τηκτικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τηκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] «[[λειώνω]]»), μέσω ενός ρ. <i>τηκτικιάζω</i>, με [[αποβολή]] της πρώτης συλλαβής].
}}
}}