ἐπαναβληδόν: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαναβληδόν]] και ποιητ. τ. έπαμβληδόν (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (για ρούχα) ριχτά στους ώμους («ἐπί τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσιν», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>βλη</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]], | |mltxt=[[ἐπαναβληδόν]] και ποιητ. τ. έπαμβληδόν (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (για ρούχα) ριχτά στους ώμους («ἐπί τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσιν», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>βλη</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]], [[πρβλ]]. παθ. αορ. <i>ε</i>-<i>βλή</i>-<i>θην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>δον</i>, που δηλώνει τρόπο]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
Adv. A thrown over, ἐπὶ [τοῖς κιθῶσι] εἰρίνεα εἵματα . . ἐ. φορέουσι Hdt.2.81; cf. ἐπαμβλήδην.
German (Pape)
[Seite 899] 1) darüber umgeworfen, ἐπὶ τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα ἐπ. φορέουσι Her. 2, 81. – 2) mit einem Vorspiele, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναβληδόν: Ἐπίρρ., κοινῶς «ῥιχτά», ἐρριμμένα ἐπάνω, ἐπὶ τοῖς κιθῶσι εἰρίνεα εἵματα... ἐπαναβληδὸν φορέουσι Ἡρόδ. 2. 81, πρβλ. ἐπαναβάλλω Ι. ΙΙ. ποιητ. ἐπαμβληδὸν καὶ -βλήδην· «ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
adv.
en jetant par-dessus ; en guise de surtout.
Étymologie: ἐπαναβάλλω, -δην.
Greek Monolingual
ἐπαναβληδόν και ποιητ. τ. έπαμβληδόν (Α)
επίρρ. (για ρούχα) ριχτά στους ώμους («ἐπί τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσιν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + θ. βλη- (< βάλλω, πρβλ. παθ. αορ. ε-βλή-θην) + κατάλ. -δον, που δηλώνει τρόπο].
Greek Monotonic
ἐπαναβληδόν: επίρρ., ριγμένα, παρατημένα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναβληδόν: adv. поверх, внакидку: ἐπὶ τούτοισι εἵματα λευκὰ ἐ. φορέουσι Her. поверх этих (рубах египтяне) носят белые плащи.
Middle Liddell
thrown over, Hdt.