ἑτεροεθνής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροεθνής]], -ές)<br />αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[έθνος]], ο [[ομοεθνής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εθνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έθνος]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροεθνής]], -ές)<br />αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[έθνος]], ο [[ομοεθνής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εθνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έθνος]]), [[πρβλ]]. <i>αλλο</i>-<i>εθνής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A of another tribe, foreign, Str.8.1.2, Ph.2.400.
German (Pape)
[Seite 1048] ές, von einem andern Volke, Strab. II p. 128 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροεθνής: -ές, εἰς ἕτερον ἔθνος ἀνήκων, ξένος, Στράβ. 128, Κλήμ. Ἀλεξ. 478.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτεροεθνής, -ές)
αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, ο ομοεθνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -εθνής (< έθνος), πρβλ. αλλο-εθνής].