ἕρπης: Difference between revisions
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και έρπητας, ο (AM [[ἕρπης]]<br />Α και [[ἑρπήν]], ὁ και ἑρπήνη, ἡ)<br />[[οξεία]] [[πάθηση]] του δέρματος η οποία χαρακτηρίζεται από απότομη [[εμφάνιση]] και [[εξάπλωση]] φυσαλλίδων με κόκκινη [[βάση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[έρπης]] [[ίρις]]» — [[μορφή]] πολύμορφου ερυθήματος<br /><b>2.</b> «ἐρπης κυήσεως» — φυσαλλιδώδες [[εξάνθημα]] του δέρματος, το οποίο εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της κυήσεως ή [[μετά]] τον τοκετό<br /><b>3.</b> «ἐρπης [[ζωστήρ]]» — <b>βλ.</b> [[ζωστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />ὁ [[ἕρπης]]<br />[[ονομασία]] κάποιου ζώου, πιθ. φιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έρπ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ης</i> ( | |mltxt=και έρπητας, ο (AM [[ἕρπης]]<br />Α και [[ἑρπήν]], ὁ και ἑρπήνη, ἡ)<br />[[οξεία]] [[πάθηση]] του δέρματος η οποία χαρακτηρίζεται από απότομη [[εμφάνιση]] και [[εξάπλωση]] φυσαλλίδων με κόκκινη [[βάση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[έρπης]] [[ίρις]]» — [[μορφή]] πολύμορφου ερυθήματος<br /><b>2.</b> «ἐρπης κυήσεως» — φυσαλλιδώδες [[εξάνθημα]] του δέρματος, το οποίο εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της κυήσεως ή [[μετά]] τον τοκετό<br /><b>3.</b> «ἐρπης [[ζωστήρ]]» — <b>βλ.</b> [[ζωστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />ὁ [[ἕρπης]]<br />[[ονομασία]] κάποιου ζώου, πιθ. φιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έρπ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ης</i> ([[πρβλ]]. <i>κέλ</i>-<i>ης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέλλω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ητος, ὁ, (ἕρπω) A shingles, Hp.Prorrh.2.11 (pl.); ἕ. ἐσθιόμενοι Id.Aph.5.22:—also ἑρπήν, ῆνος, ὁ, Ph.2.64; ἑρπήνη, ἡ, EM377.7. II ἕρπης, ητος, ὁ, name of an animal (snake ?), Plin.HN30.116, prob. in Philum.Ven.19.1 (ὅπητες cod.).
German (Pape)
[Seite 1034] ητος, ὁ, ein schleichender, um sich fressender Schaden, Hautgeschwür, Hippocr. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἕρπης: -ητος, ὁ, (καθ’ Ἡρωδιαν. δὲ παρὰ Χοιροβ. 54. 29, ἑρπής, -ῆτος) (ἕρπω): νόσημα χαλεπὸν τοῦ δέρματος ἔξαπλούμενον κατὰ μῆκος καὶ πλάτος, Foës. Oec. Ἱππ.· ἕρπης ἐσθιόμενος Ἱππ. Ἀφ. 1253· - ὡσαύτως ἑρπὴν -ῆνος, ὁ, Φίλων 2. 64 - Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολόγ.: «ἐρπὴν ὄνομα πάθους. παρὰ τὸ ἕρπω ἑρπήν ἔστι δὲ πάθος χαλεπὸν ἀπὸ τοῦ ἕρπειν καθ’ ὅλου τοῦ σώματος· ἐπιπλατύνεται γὰρ τῷ σώματι οὐκ εἰς ὄγκον, ἀλλ’ εἰς πλάτος καὶ μῆκος. λέγεται δὲ καὶ ἑρπίνη ὡς εὗρον εἰς τὸ Λεξικὸν» (Ἀνεκδ. Βεκκ. 256. 18, καὶ Φωτίου Λεξ. ἐν λέξει).
Greek Monolingual
και έρπητας, ο (AM ἕρπης
Α και ἑρπήν, ὁ και ἑρπήνη, ἡ)
οξεία πάθηση του δέρματος η οποία χαρακτηρίζεται από απότομη εμφάνιση και εξάπλωση φυσαλλίδων με κόκκινη βάση
νεοελλ.
φρ.
1. «έρπης ίρις» — μορφή πολύμορφου ερυθήματος
2. «ἐρπης κυήσεως» — φυσαλλιδώδες εξάνθημα του δέρματος, το οποίο εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της κυήσεως ή μετά τον τοκετό
3. «ἐρπης ζωστήρ» — βλ. ζωστήρας
αρχ.
ὁ ἕρπης
ονομασία κάποιου ζώου, πιθ. φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρπ-ω + -ης (πρβλ. κέλ-ης < κέλλω)].