ὠμάδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στους ώμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θνητ</i>-<i>άδιος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου [[επειδή]] του προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) [[ωμοφάγος]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[διονυσιακός]], [[βακχικός]] («ὠμαδίοισι χοροῑσι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρυπτ</i>-<i>άδιος</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στους ώμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> ([[πρβλ]]. <i>θνητ</i>-<i>άδιος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου [[επειδή]] του προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) [[ωμοφάγος]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[διονυσιακός]], [[βακχικός]] («ὠμαδίοισι χοροῑσι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> ([[πρβλ]]. <i>κρυπτ</i>-<i>άδιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:18, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμάδιος Medium diacritics: ὠμάδιος Low diacritics: ωμάδιος Capitals: ΩΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: ōmádios Transliteration B: ōmadios Transliteration C: omadios Beta Code: w)ma/dios

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ὠμός) as epithet of Dionysus, A = ὠμηστής, because he had human sacrifices at Chios and Tenedos, Orph.H.30.5, Euelp. ap.Porph.Abst.2.55; ὠμάδιοι χοροί dances in his honour, IG14.2138. 2 raw, κρέα Epic. in Arch.Pap.7p.4. II (ὦμος) passing over the shoulder, νεβρίς, τελαμών, Nonn.D.1.34, 13.308, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμάδιος: ὁ, ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = ὠμηστής, ἐπειδὴ ἐγίνοντο εἰς αὐτὸν ἀνθρώπιναι θυσίαι ἐν Χίῳ καὶ Τενέδῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 5· ἔθυον δὲ καὶ ἐν Χίῳ τῷ ὠμαδίῳ Διονύσῳ ἄνθρωπον διασπῶντες Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 2. 55.

Greek Monolingual

(I)
-ία, -ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται στους ώμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. θνητ-άδιος)].
(II)
-ία, -ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου επειδή του προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος
2. πιθ. διονυσιακός, βακχικός («ὠμαδίοισι χοροῑσι», επιγρ.)
3. ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτ-άδιος)].