θεσπιῳδός: Difference between revisions
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεσπιῳδός]] και ποιητ. τ. [[θεσπιαοιδός]], -ὸν (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που άδει μαντικά, που προφητεύει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεσπιῳδόν φόβον» — φόβο που προκαλείται από δυσοίωνη [[προφητεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέσπις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῳδή</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θεσπιῳδός]] και ποιητ. τ. [[θεσπιαοιδός]], -ὸν (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που άδει μαντικά, που προφητεύει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεσπιῳδόν φόβον» — φόβο που προκαλείται από δυσοίωνη [[προφητεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέσπις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῳδή</i>), [[πρβλ]]. [[τραγῳδός]], [[χορῳδός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:55, 23 August 2021
English (LSJ)
όν, A singing in prophetic strain, of persons, S.Fr.456, E.Hel.145; also ὀμφαλὸς γῆς θ. Id.Med.668; μαντική Philostr.VS1Praef.: Subst. θεσπιῳδός, ἡ,= Lat. Carmenta, D.H.1.31. II θ. φόβον caused by prophecy, A.Ag.1134 (lyr., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1204] ὁ, der von Gott begeistert, Göttliches singt, bes. weissagend; πολυεπεῖς τέχναι θεσπιῳδοί Aesch. Ag. 1105; ὄμφαλον γῆς θεσπιῳδόν Eur. Med. 668, Delphi; ἡ θεσπ. Θεονόη Hel. 145, D. Hal. 1, 31 nennt so die Carmenta der Römer.
Greek (Liddell-Scott)
θεσπιῳδός: -όν, ὁ ᾄδων μαντικῶς, ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀποσπ. 401, Εὐρ. Ἑλ. 145, πρβλ. Μήδ. 668. - θεσπιῳδός, ἡ, τό Λατ. Carmenta, Διον. Ἁλ. 1. 31. ΙΙ. θ. φόβου, προξενηθέντα διὰ προφητείας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1134 (ἔνθα ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ θεσπιῳδοί, ὅπως συμφωνῇ πρὸς τὸ τέχναι).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
dont les chants sont inspirés des dieux ; prophétique.
Étymologie: θέσπις, ᾠδή.
Greek Monolingual
θεσπιῳδός και ποιητ. τ. θεσπιαοιδός, -ὸν (Α)
1. (για πρόσωπα) αυτός που άδει μαντικά, που προφητεύει
2. φρ. «θεσπιῳδόν φόβον» — φόβο που προκαλείται από δυσοίωνη προφητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + -ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγῳδός, χορῳδός].
Greek Monotonic
θεσπιῳδός: -όν,
I. αυτός που ψέλνει προφητικό άσμα, προφητικός, σε Ευρ.
II. αυτός που προκαλείται από προφητεία, φόβος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θεσπιῳδός: божественно поющий, вдохновенный богом, вещий (τέχναι Aesch.): ὀμφαλὸς γῆς θ. Eur. пророческий пуп земли, т. е. Дельфы.
Middle Liddell
θεσπι-ῳδός, όν
I. singing in prophetic strain, prophetic, Eur.
II. caused by prophecy, φόβος Aesch.