καινουργής: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[καινουργής]], -ές)<br /><b>1.</b> πρόσφατα κατασκευασμένος, [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από [[καινουργής]]» — εξ αρχής, εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καινο</i>-<i>Fεργής</i> με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>αληθ</i>-<i>ουργής</i>, <i>νε</i>-<i>ουργής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[καινουργής]], -ές)<br /><b>1.</b> πρόσφατα κατασκευασμένος, [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από [[καινουργής]]» — εξ αρχής, εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καινο</i>-<i>Fεργής</i> με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[αληθουργής]], [[νεουργής]]].
}}
}}

Revision as of 18:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργής Medium diacritics: καινουργής Low diacritics: καινουργής Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: kainourgḗs Transliteration B: kainourgēs Transliteration C: kainourgis Beta Code: kainourgh/s

English (LSJ)

ές, A newly made, τρίποδες Sch.Il.9.122.

German (Pape)

[Seite 1295] ές, neu gemacht, Schol. Il. 9, 122, Erkl. von ἄπυροι τρίποδες.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργής: -ές, καινούργιος, ἀμεταχείριστος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 122.

Greek Monolingual

-ές (Α καινουργής, -ές)
1. πρόσφατα κατασκευασμένος, αμεταχείριστος, καινούργιος
2. φρ. «από καινουργής» — εξ αρχής, εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < καινός + -(F)εργής (< (F)ἔργον), πρβλ. αληθουργής, νεουργής].