καπνοδόχος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[καπνοδόχος]], -ον)<br />αυτός που δέχεται καπνό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i> και η [[καπνοδόχος]]<br />[[κτιστός]] ή [[μετάλλινος]] [[σωλήνας]], [[συνήθως]] [[κατακόρυφος]], που χρησιμοποιείται για την [[απομάκρυνση]] τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες, η [[καμινάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[καπνοδόκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-<i>δόχος</i>, <i>οινο</i>-<i>δόχος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[καπνοδόχος]], -ον)<br />αυτός που δέχεται καπνό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i> και η [[καπνοδόχος]]<br />[[κτιστός]] ή [[μετάλλινος]] [[σωλήνας]], [[συνήθως]] [[κατακόρυφος]], που χρησιμοποιείται για την [[απομάκρυνση]] τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες, η [[καμινάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[καπνοδόκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδόχος]], [[οινοδόχος]]].
}}
}}

Revision as of 18:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνοδόχος Medium diacritics: καπνοδόχος Low diacritics: καπνοδόχος Capitals: ΚΑΠΝΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: kapnodóchos Transliteration B: kapnodochos Transliteration C: kapnodochos Beta Code: kapnodo/xos

English (LSJ)

ον, A receiving smoke, ib.

German (Pape)

[Seite 1323] den Rauch auffangend?

Greek Monolingual

-ο (Α καπνοδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται καπνό
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος
κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες, η καμινάδα
αρχ.
η καπνοδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. αιμοδόχος, οινοδόχος].